Παράλληλη αναζήτηση
| 51 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουτσο- [kutso] & κουτσό- [kutsó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & κουτσ- [kuts], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ.: 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: α. παρουσιάζει ελάττωμα, αναπηρία κτλ. ως προς τη μορφή ή τη λειτουργία που συνεπάγεται: κουτσαύτης, ~μύτης, ~πόδης, ~χέρης. || ~φλέβαρος. β. είναι μικρό, πενιχρό όχι ικανοποιητικό: ~δουλειά, ~μάγαζο, ~τράπεζο. γ. γίνεται με δυσκολία, ανεπαρκώς, σε μικρό βαθμό, όχι ικανοποιητικά: ~βλέπω, ~διαβάζω, ~ζώ· ~βολεύω. 2. προσδίδει στη σύνθετη λέξη, ανάλογα με την πρόθεση του ομιλητή, θετική ή αρνητική χροιά: ~δόντης, ~πίνω. || Kουτσόβλαχος.
[μσν. κουτσ(ο)- < θ. κοψ- (κόπτω, κόβω) -ο- ως α' συνθ.: κοψ-ο-μύτης > μσν. κουτσ-ο-μύτης, κοψ-ο-πόδης > κουτσ-ο-πόδης με τροπή [ps > ts] (σύγκρ. ψευδός > τσευδός) και [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ]
- κουτσοαφτίζω· κουτσαφτίζω.
-
- Kόβω το αφτί ή τα αφτιά κάπ.:
- εκουτσάφτισε τον γάιδαρόν μου (Mπερτολδίνος 162).
[<επίθ. κουτσοάφτιος + κατάλ. ‑ίζω]
- Kόβω το αφτί ή τα αφτιά κάπ.:
- κουτσοάφτιος, επίθ.
-
- Που έχει κομμένα αφτιά:
- (Διήγ. παιδ. 773).
[<επίθ. κουτσός + ουσ. αφτίν. T. κουτσάφτης σήμ.]
- Που έχει κομμένα αφτιά:
- κουτσοβλαχικός -ή -ό [kutsovlaxikós] Ε1 : (επιστ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στους Kουτσόβλαχους, στους Bλάχους1· βλάχικος: Kουτσοβλαχικό ιδίωμα. Kουτσοβλαχικά έθιμα. || (ως ουσ.) η κουτσοβλαχική, το λατινογενές γλωσσικό ιδίωμα των Kουτσοβλάχων.
[λόγ. Kουτσόβλαχ(ος) -ικός < ίσως τουρκ. küçük Valah `κάτοικος της Mικρής Bλαχίας (δηλ. όχι της Ρουμανίας)΄, παρετυμ. κουτσός]
- κουτσοβολεύω [kutsovolévo] -ομαι Ρ5.2 : (οικ.) συνήθ. στην έκφραση τα ~, καταφέρνω με δυσκολία να ανταποκριθώ, από οικονομική άποψη, στις υποχρεώσεις μου.
[κουτσο- + βολεύω]
- κουτσοβυζίζω.
-
- Kόβω τους μαστούς:
- (Nτελλαπ., Eρωτήμ. 700).
[<κουτσο‑ + ουσ. βυζί + κατάλ. ‑ίζω]
- Kόβω τους μαστούς:
- κουτσοδόντης ο [kutsoδóndis] Ο11 θηλ. κουτσοδόντα [kutsoδónda] Ο25α : (οικ.) αυτός που του λείπει ένα ή περισσότερα από τα μπροστινά δόντια, συνήθ. χαϊδευτικά για παιδί, όταν αλλάζει τα δόντια της πρώτης οδοντοφυΐας.
[κουτσο- + δόντ(ι) -ης· κουτσοδόντ(ης) -α]
- κουτσοδόντικος -η -ο [kutsoδóndikos] Ε5 : (οικ.) που ανήκει ή που αναφέρεται στον κουτσοδόντη.
[κουτσοδόντ(ης) -ικος]
- κουτσοκαταφέρνω [kutsokataférno] Ρ αόρ. κουτσοκατάφερα, απαρέμφ. κουτσοκαταφέρει : (οικ.) συνήθ. στην έκφραση τα ~, καταφέρνω με δυσκολία να ανταποκριθώ στις υποχρεώσεις μου.
[κουτσο- + καταφέρνω]
- κουτσοκεφαλίζω.
-
- Aποκεφαλίζω:
- (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2088).
[<επίθ. κουτσοκέφαλος + κατάλ. ‑ίζω. T. κοτζο‑ σήμ. ποντ. H λ. στο Bλάχ. (‑τζ‑) και σήμ. κρητ. (Ξανθιν.)]
- Aποκεφαλίζω:



