Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κουτορνίθι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κουτορνίθι το [kutorníθi] Ο44 : περιφρονητικός ή ειρωνικός χαρακτηρισμός κουτού ανθρώπου.

[κουτ(ός) + ορνίθι υποκορ. του όρνιθ(α) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go