Combined Search
| 23 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- κουσέλιο το,
- βλ. κονσίλιον.
- κουσεντιάζω.
-
- Συμφωνώ, συναινώ:
- O Tζάκος είναι αφέντης και ανέν κουσεντιάσομέν του και προσδεκτούμεν τον δι’ αφέντην μας … (Mαχ. 5967).
[<προβ. counsentir]
- Συμφωνώ, συναινώ:
- κουσέρβα η,
- βλ. κονσέρβα.
- κουσεύω,
- βλ. κουρσεύω.
- κουσκούς 1 το [kuskús] Ο (άκλ.) : (προφ.) κουτσομπολιό.
[< κουσκούς 2 (η σημ. από τις κουβέντες που συνηθίζονται κατά την ομαδική προετοιμασία του ζυμαρικού)]
- κουσκούσι το [kuskúsi] Ο44 & κουσκούς 2 το [kuskús] Ο (άκλ.) : είδος ζυμαρικού σε κόκκους.
[τουρκ. kuskus (από τα αραβ.) `ψιλό ζυμαρικό΄ & -ι]
- κούσουλος ο,
- βλ. κόνσουλος.
- κουσούρι το [kusúri] Ο44 : (οικ.) 1. ελάττωμα στην κατασκευή, μειονέκτημα: Tο φόρεμα έχει ένα ~ στο γιακά. Kάποιο ~ θα έχει το αυτοκίνητο για να πουλιέται τόσο φτηνά. || μικρή σωματική αναπηρία: Kουτσαίνει ελαφρά και νομίζει πως όλοι προσέχουν το ~ του. 2. κακή συνήθεια, ελάττωμα: Έχει το ~ να τρώει τα νύχια της. Έχει χιλιάδες κουσούρια, αλλά την αγαπώ.
[τουρκ. kusur (από τα αραβ.) -ι]
- κουσουρλίδικος -η -ο [kusurlíδikos] Ε5 : (προφ.) που παρουσιάζει κουσούρια.
[κουσουρλ(ής `ελαττωματικός΄ < τουρκ. kusur(lu) -ής) -ίδικος]
- κουσπί(ο)ν το.
-
- Πάσσαλος:
- (Aχιλλ. N 377).
[<ουσ. κούσπος + κατάλ. ‑ί(ο)ν. H λ. (‑ίον) στον Ευστάθιο (Du Cange, λ. κούσπος), στο Meursius (‑ίον και ‑ίν) και σήμ. ιδιωμ. (‑ίν και ‑ί, Andr., λ. ‑ίον)]
- Πάσσαλος:



