Παράλληλη αναζήτηση
| 37 εγγραφές [11 - 20] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κουλλός, επίθ.
-
- Κουλλός:
- (Συναδ. φ. 45r).
[<αρχ. επίθ. κυλλός. Η λ. στο Du Cange και σήμ. (γρ. ‑λ‑)]
- Κουλλός:
- κουλλούρα η.
-
- Είδος ψωμιού:
- αν της ειπείς διά ψωμίν, λέγει σου διά κουλλούρες (Σαχλ. N 234).
[<μτγν. ουσ. κολλούρα (L‑S Suppl.). Η λ. στο Somav. (‑λ‑) και σήμ. (γρ. ‑λ‑)]
- Είδος ψωμιού:
- κουλλουράκι το.
-
- Κουλλουράκι:
- να πιάσεις κουλλουράκι κι ένα ποτήρι με ρακί (Φορτουν. Α´ 106).
[<ουσ. κουλλούρι + κατάλ. ‑άκι. Η λ. και σήμ. (γρ. ‑λ‑)]
- Κουλλουράκι:
- κουλλούρι το,
- βλ. κολλούριον (Ι).
- κουλλούρι(ο)ν το,
- βλ. κολλούριον (Ι).
- κουλλουριάζω.
-
- I. (Ενεργ.) συστρέφω:
- την ουράν του, ώσπερ το σύρμα ο χρυσοχός ούτως την κουλλουριάζει (ενν. ο βασιλίσκος) (Φυσιολ. (Legr.) 165).
- II. (Μέσ.) συσπειρώνομαι:
- τούτος (ενν. ο όφις) κουλλουριάζεται (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 60r).
[<ουσ. κουλλούρα + κατάλ. ‑ιάζω. Η λ. στο Du Cange (‑ειν, λ. κουλούρι) και σήμ. (γρ. ‑λ‑)]
- I. (Ενεργ.) συστρέφω:
- κουλλουρίτσιν το.
-
- Κουλλουράκι:
- (Προδρ. II 26-8 χφ H κριτ. υπ).
[<ουσ. κουλλούριν + κατάλ. ‑ίτσιν]
- Κουλλουράκι:
- κουλός -ή -ό [kulós] Ε1 : (οικ.) 1. που έχει χάσει το ένα ή και τα δύο χέρια του ή που λόγω αναπηρίας δεν μπορεί να το / τα χρησιμοποιήσει, και με επέκταση υβριστικά, ο αδέξιος. 2. (ως ουσ.) α. ο κουλός, θηλ. κουλή. β. (υβρ.) το κουλό, το χέρι και σπανιότερα το πόδι: Kάτω τα κουλά σου! Mάζεψε τα κουλά σου να περάσω!
[μσν. κουλός < αρχ. κυλλός `κουτσός, παραμορφωμένος΄ ( [i (ή y) > u] ) από επίδρ. του υπερ. [k] και του [l] )]
- κουλουβάχατα [kuluváxata] : (προφ.) επιρρηματικά, άνω κάτω, συνήθ. στις εκφράσεις τα κάνω ~ / γίναμε ~, για υπόθεση ή κατάσταση που έχει περιπλακεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί άκρη.
[η κουλουβάχατα (μεταπλ. σε ουδ. πληθ. από την ομόηχη κατάλ.) < αραβ. kulluwahad `όλα ένα΄ -α από τον τίτλο πολιτικού φυλλαδίου του Θ. Κολοκοτρώνη, Η Κουλουβάχατα ή αι φύρδην μίγδην σημεριναί ιδέαι]
- κουλούκι(ν) το.
-
- 1) Νεογνό σκύλας ή αρκούδας, κουτάβι:
- δύο αρκούδια … αρσενικόν και θηλυκόν, είχαν και δυο κουλούκια (Διγ. Esc. 669).
- 2) (Υβριστ.) ανόητος, απερίσκεπτος:
- Τόσα τσεκίνια … και να τα ρίξεις ογιαμιά, κουλούκι, να τα χάσεις (Κατζ. Γ´ 132).
[<ουσ. *κυλάκιον <σκυλάκιον. Λ. ‑κης τον 9. αι. και ‑κάκι στο Βλάχ. Η λ. (‑ι) στο Du Cange (λ. ‑ης) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Νεογνό σκύλας ή αρκούδας, κουτάβι:



