Παράλληλη αναζήτηση
| 44 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κορασιά (I) η· κορασά· κορασία.
-
- 1)
- α) Κορίτσι, κοπέλα:
- προυκιό τση κορασάς (Πανώρ. Ε´ 246)·
- β) παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα:
- (Πεντ. Λευιτ. XXI 3)·
- Τότες σκλαβώνουν (ενν. οι Χριστιανοί) κορασές κι ύπαντρες (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3483).
- α) Κορίτσι, κοπέλα:
- 2) Κόρη, θυγατέρα:
- Τρεις κορασές ενέθρεφεν με δίχως την μητέρα (Βίος αγ. Νικ. 151).
[<ουσ. κοράσι(ον) + κατάλ. ‑ιά. Τ. ‑έα σήμ. ποντ. Η λ. στο Somav. (λ. ‑άσι) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- κορασιά (II) η,
- βλ. κουρασιά.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κορασίδα η [korasíδa] Ο26 : (σπάν.) το κορίτσι. || (αθλ.) ως κατηγορία στην οποία κατατάσσεται μια αθλήτρια προεφηβικής ηλικίας: Πρωτάθλημα παίδων και κορασίδων.
[λόγ. < μσν. κορασίς, αιτ. -ίδα < κοράσ(ιον δες στο κοράσι) -ίς (πρβ. μσν. κορασίδα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- κορασίδα η,
- βλ. κορασίς ‑ίδα.
[Λεξικό Κριαρά]
- κορασιδάτα τα.
-
- 1) Παρθενικός υμένας, παρθενία:
- τη γεναίκα ετούτην επήρα … και δεν ηυρήκα αυτεινής κορασιδάτα (Πεντ. Δευτ. XXII 14 (έκδ. κορασίδατα)).
- 2) Σημάδια, ενδείξεις παρθενίας:
- τα κορασιδάτα της θεγατέρας μου (αυτ. XXII 17 (έκδ. ‑σί‑)).
[<ουσ. κορασίδα + κατάλ. ‑άτα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Παρθενικός υμένας, παρθενία:
[Λεξικό Κριαρά]
- κορασιδοπούλα η.
-
- Κοριτσάκι, κοπελίτσα:
- Εθυσίαζαν οι Αρκάδιοι της θεάς των … κορασιδοπούλαν εντοπικήν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Υπόθ. [3]).
[<ουσ. κορασίδα + κατάλ. ‑πούλα]
- Κοριτσάκι, κοπελίτσα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοράσιον το· κοράσι· κοράσιν· κοράσιο· κοράσο.
-
- 1) Κορίτσι· παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα:
- (Ερωτόκρ. Α´ 1245), (Σπαν. O 195).
- 2) Κόρη, θυγατέρα:
- (Απολλών. 183).
- 3)
- α) Σύζυγος:
- εγώ και το κοράσιον μου να είμεθεν αντάμα (Διγ. Esc. 1304)·
- β) ερωμένη:
- (Διγ. Gr. 395).
- α) Σύζυγος:
- 4) Θεραπαινίδα, ακόλουθος:
- (Θησ. Γ´ [835]).
[μτγν. ουσ. κοράσιον. Ο τ. ‑ι στο Βλάχ. Ο τ. ‑ιν και σήμ. κυπρ.]
- 1) Κορίτσι· παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα:
[Λεξικό Κριαρά]
- κορασιοπούλα η,
- βλ. κορασοπούλα.
[Λεξικό Κριαρά]
- κορασίς ‑ίδα η.
-
- 1)
- α) Κορίτσι, κοπέλα:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 57325)·
- κλάηματ’ απού γίνουνται για κορασίδας κάλλη (Πανώρ. Πρόλ. 89)·
- β) παρθένα, ανύπαντρη γυναίκα:
- η παιδοπούλα … κορασίδα, και ανήρ δεν την ήξερεν (Πεντ. Γέν. XXIV 16· Συναξ. γυν. 1140).
- α) Κορίτσι, κοπέλα:
- 2) Κόρη, θυγατέρα:
- (Πτωχολ. α 505).
- 3) Συντρόφισσα, ακόλουθος· θεραπαινίδα:
- από τες κορασίδες σου καμιά μ’ εσέ μην φέρεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Β´ [1041])·
- μπαίνει μέσα με τσι κορασίδε τση η Ροδοδάφνη (Ροδολ. Β´ μετά στ. 506).
[<ουσ. κοράσιον + κατάλ. ‑ίς/‑ίδα. Η λ. (‑ίς) τον 7. αι.· ‑ίδα στο Meursius και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Κριαρά]
- κοράσο το,
- βλ. κοράσιον.



