Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κονιορτοποίηση η [koniortopíisi] Ο33 : 1. η μετατροπή ενός στερεού σώματος σε λεπτότατους κόκκους: H ~ των πετρωμάτων. 2. (μτφ.) ο εκμηδενισμός του αντιπάλου σε επίπεδο επιχειρημάτων.
[λόγ. κονιορτοποιη- (κονιορτοποιώ) -σις > -ση]



