Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κονία
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονία η [konía] Ο25 : το κύριο υλικό στην παρασκευή κονιαμάτων για οικοδομική χρήση.

[λόγ. < αρχ. κονία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονιάκ το [konák] Ο (άκλ.) : κατοχυρωμένη ονομασία για το μπράντι που παράγεται στην ομώνυμη περιοχή της Γαλλίας, και καταχρηστικά το μπράντι οποιασδήποτε περιοχής ή μάρκας.

[λόγ. < γαλλ. cognac < τοπων. Cognac (περιοχή της Γαλλίας όπου παράγεται)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονίαμα το [koníama] Ο49 : μείγμα από λεπτόκκοκη άμμο, νερό και κονία το οποίο χρησιμοποιείται είτε ως συνδετικό υλικό στη δόμηση της τοιχοποιίας είτε ως υλικό επιχρίσματος.

[λόγ. < αρχ. κονίαμα]

[Λεξικό Κριαρά]
Κονιάρης ο· Κοϊνάρης, (Συναδ. φ. 52r)· πληθ. Κοϊνάροι, (αυτ. φ. 51v).
  • Απόγονος τουρκομανικής καταγωγής εποίκων που οι σουλτάνοι εγκατέστησαν στην ύπαιθρο της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας, κ.α., στην πρώιμη τουρκοκρατία:
    • (αυτ. φ. 83r).

[<σλαβ. konjar]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες