Παράλληλη αναζήτηση
| 117 εγγραφές [111 - 117] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκόρι το [kokóri] Ο44 : 1. ο νεαρός κόκορας. 2. ο κόκορας, συνήθ. στον πληθ.: Mαλώνουν / τρώγονται σαν τα κοκόρια, με μεγάλη επιθετικότητα. (έκφρ.) ξυπνάει / σηκώνεται με τα κοκόρια, πολύ πρωί, χαράματα.
[κόκορ(ας) υποκορ. -ι]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκορομαχία η [kokoromaxía] Ο25 : 1. μάχη ανάμεσα σε κοκόρια, συνήθ. ως οργανωμένο θέαμα το οποίο συνοδεύεται από στοιχήματα. 2. (μτφ., ειρ.) ανόητος καβγάς.
[λόγ. κόκορ(ας) -ο- + -μαχία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκορόμυαλος -η -ο [kokorómnalos] Ε5 : (οικ.) ειρωνικός χαρακτηρισμός ανθρώπου ανόητου, ελαφρόμυαλου.
[κόκορ(ας) -ο- + μυαλ(ό) -ος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκότα η [kokóta] Ο25α : (προφ.) γυναίκα που εκδίδεται, πόρνη: ~ πολυτελείας.
κοκοτίτσα η YΠΟKΟΡ. [λόγ. < γαλλ. cocott(e) -α· κοκότ(α) -ίτσα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκοφοίνικας ο [kokofínikas] Ο5 : είδος φοίνικα, του οποίου ο καρπός, ωοειδής ή ελλειψοειδής, με παχύ ινώδες περίβλημα, σκληρό ενδοκάρπιο και πλούσιο σε λάδι ενδοσπέρμιο, ονομάζεται ινδική καρύδα.
[λόγ. κοκο- (< αγγλ. coco) + φοίνιξ > φοίνικας μτφρδ. αγγλ. coco palm < ισπαν. coco]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκτέιλ το [koktéil] Ο (άκλ.) : 1. μείγμα ποτών συνήθ. οινοπνευματωδών: ~ με βότκα. ~ φρούτων. || ~ μολότοφ*. 2. (και ως επίθ.) ημιεπίσημη βραδινή δεξίωση, στην οποία προσφέρονται ποτά: ~ πάρτι. || φόρεμα ~, φόρεμα για την αντίστοιχη εκδήλωση, όχι ιδιαίτερα επίσημο.
[λόγ. < αγγλ. cocktail]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοκωβιός ο [kokovjós] Ο17 : 1. είδος μικρού ψαριού, που συγγενεύει με το γωβιό. 2. (μτφ., παρωχ.) άνθρωπος χαζός και ελαφρόμυαλος, που προκαλεί το γέλιο με τη συμπεριφορά του.
[αρχ. κωβιός με αναδιπλ.]



