Combined Search
| 117 items total [21 - 30] | << First < Previous Next > Last >> |
- κόκαλος ο.
-
- α) Το μεγάλο κόκαλο της λεκάνης, όπου καταλήγει η κεφαλή του μηριαίου οστού:
- (Πτωχολ. α 442)·
- β) (συνεκδ.) ισχίο, γοφός:
- στον κόκαλον εζώστηκες το κοφτερό μαχαίρι (Θυσ. 746).
[<ουσ. κόκαλον + κατάλ. ‑ος· άσχ. το αρχ. κόκκαλος (Μηνάς 1978: 59). Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Πάγκ. Ε´, Πιτυκ., Παπαχριστ.· γρ. ‑κκ‑)]
- α) Το μεγάλο κόκαλο της λεκάνης, όπου καταλήγει η κεφαλή του μηριαίου οστού:
- κοκαλοχωρισμένος, μτχ. επίθ.
-
- Διαλυμένος σε κόκαλα, αποσυνθεμένος:
- (Τζάνε, Κατάν. 26).
[<ουσ. κόκαλο(ν) + μτχ. παρκ. του χωρίζω]
- Διαλυμένος σε κόκαλα, αποσυνθεμένος:
- κοκάλωμα το [kokáloma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κοκαλώνω.
[κοκα λώ(νω) -μα]
- κοκαλώνω [kokalóno] Ρ1α μππ. κοκαλωμένος : 1. μένω άναυδος, εμβρόντητος από οδυνηρή έκπληξη ή από φόβο: Mόλις τον είδε κοκάλωσε. 2. παθαίνω ακαμψία: Tον βρήκαν κοκαλωμένο, πεθαμένο. || Kοκάλωσα από το κρύο, ξύλιασα.
[κόκαλ(ο) -ώνω]
- κοκαρίσκιον το.
-
- Τούφα από ακατέργαστα μαλλιά:
- κοκαρίσκια ποιήσας από μαλλίου απλύτου (Ορνεοσ. αγρ. 5524).
[<ουσ. κοκάριον (<μτγν. ποκάριον, L‑S, Andr., λ. πόκος) + κατάλ. ‑ίσκιον]
- Τούφα από ακατέργαστα μαλλιά:
- κόκερ το [kóker] Ο (άκλ.) : μικρόσωμο κυνηγετικό σκυλί, με μεγάλα, μαλακά, κρεμαστά αυτιά και κοντή ουρά.
[λόγ. < αγγλ. cocker]
- κοκέτα η [kokéta] Ο25 αρσ. κοκέτης [kokétis] Ο11 : αυτή που φροντίζει πολύ την εμφάνισή της, που της αρέσει να είναι πάντοτε περιποιημένη, είτε ως εκδήλωση φιλαρέσκειας είτε απλώς για προσωπική ευχαρίστηση.
[γαλλ. coquett(e) -α ή μέσω του ιταλ. cochetta· κοκέτ(α) -ης]
- κοκεταρία η [koketaría] Ο25α : 1. η ιδιότητα της κοκέτας. 2. (πληθ.) εκδήλωση, συμπεριφορά που χαρακτηρίζει την κοκέτα.
[κοκέτ(α) -αρία]
- κοκετάρομαι [koketárome] Ρ6β & κοκεταρίζομαι [koketarízome] Ρ2.1β : φροντίζω πολύ την εμφάνισή μου.
[κοκέτ(α) -άρω, -αρίζω μέσο κατά το στολίζομαι]
- κοκέτικος -η -ο [kokétikos] Ε5 : που αναφέρεται ή που ταιριάζει στην κοκέτα: Kοκέτικη εμφάνιση. Kοκέτικο καπέλο.
κοκέτικα ΕΠIΡΡ: Είναι πάντα ντυμένη ~. [κοκέτ(α) -ικος]



