Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοκάλια
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκαλιάζω [kokalázo] Ρ2.1α μππ. κοκαλιασμένος : (προφ.) 1. αδυνατίζω πάρα πολύ. 2. κοκαλώνω2.

[κόκαλ(ο) -ιάζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκαλιάρης -α -ικο [kokaláris] Ε9 : (μειωτ.) που είναι εξαιρετικά αδύνατος: Ένα κοκαλιάρικο άλογο. Ένας ~ γέρος καθόταν έξω από την εκκλησία και ζητιάνευε. || (ως ουσ.).

[κόκαλ(ο) -ιάρης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκαλιάρικος -η -ο [kokalárikos] Ε5 : κοκαλιάρης.

[κοκαλιάρ(ης) -ικος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκάλιασμα το [kokálazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κοκαλιάζω.

[κοκαλιασ- (κοκαλιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες