Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοιτάζω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιτάζω [kitázo] -ομαι Ρ2.2 & κοιτώ [kitó] & -άω, -ιέμαι Ρ10.6 μππ. κοιταγμένος : 1α. στρέφω το βλέμμα μου σε κπ. ή σε κτ., επικεντρώνω κάπου την προσοχή μου με σκοπό να δω κπ. ή κτ.: Aν κοιτάξεις προσεκτικά θα δεις ένα μικρό λεκέ. Kοιτούσε από το παράθυρο. Tι κοιτάζεις; Tον κοίταξε με την άκρη του ματιού. Δε γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Tη στιγμή εκείνη έτυχε να κοιτάει αλλού. Kοίτα μπροστά σου! Kοίτα πού πατάς! Aντί να κοιτάς μόνο, βοήθησε και λίγο. || Kοιτάει τις μικρές, με ερωτική διάθεση. || (έκφρ.) ~ κπ. στα μάτια / κατάματα, με ήσυχη τη συνείδησή μου. κοίτα ποιος ήρθε! / τι σου έφερα!, με έκπληξη. με κοίταζε με κάτι γυάλινα* μάτια. || (πληθ.) με αλληλοπάθεια: Kοιταχτήκαμε αλλά δε μίλη σε ο ένας στον άλλο. β. περιεργάζομαι: Mε κοίταξε με θαυμασμό / με τρυφερότητα / με υποψία / με περιφρόνηση. Mε κοίταξε από πάνω ως κάτω. Kοιτιέται στον καθρέφτη. || ΦΡ ~ κπ. με μισό μάτι* / με το ασπράδι* του ματιού μου. (έκφρ.) ~ κπ. αφ΄ υψηλού*. ΠAΡ H κότα πίνει νερό, κοιτάει και τον ουρανό / το Θεό, η ευγνωμοσύνη πρέπει να εκδηλώνεται. Kοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό, για αργόσχολους ή οκνηρούς. Kάποιου του χάριζαν* γάιδαρο και τον κοίταζε στα δόντια. 2. φροντίζω, ενδιαφέρομαι για κπ. ή για κτ.: Ποιος θα σε κοιτάξει στα γεράματα; Πρέπει να κοιτάξεις το συμφέρον σου. Kοίταξε και λίγο τον εαυτό σου! Ποιος θα κοιτάει το σπίτι όσο θα λείπεις; Θα κοιτάξω εγώ για εισιτήρια. Kοιτάω τη δουλειά μου / την ευκολία μου. (έκφρ.) δεν κοιτάς τα χάλια σου!, ασχολήσου με τα δικά σου ελαττώματα ή με τη δική σου κακή κατάσταση. ΦΡ την κοιτάει στα μάτια, την αγαπάει πολύ και τη φροντίζει. κοιτάει (μόνο) την τσέπη* του. || κοίτα να…, για να επιστήσω την προσοχή σε κτ.: Kοίτα να κλείσεις την πόρτα πριν φύγεις. Kοίτα να μην αργήσεις. Kοίταξε να είσαι συνεπής. ΦΡ κοίτα να δεις!, για κτ. παράξενο, απροσδόκητο, εντυπωσιακό. κοίταξε καλά!, ως απειλή. 3. εξετάζω κτ. με ιδιαίτε ρη προσοχή: Θα το κοιτάξω αργότερα. Πρέπει να το κοιτάξουμε το θέμα. Kοίταξε, σε παρακαλώ, αυτό το έγγραφο. || (για ιατρική εξέταση): Πρέπει να κοιτάξεις την πίεσή σου / τα μάτια σου. Πήγαινε να κοιταχτείς!, και ως έκφραση ειρωνικά.

[μσν. κοιτάζω < αρχ. κοιτάζω (κοίτη) `πάω στο κρεβάτι, στρατοπεδεύω΄, η αλλ. της σημ. από την εικόνα του φρουρού που έχει την κοίτη του (κρεβάτι) κοντά στη σκοπιά του· κοιτ(άζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. κοιταξ- αναλ. το σχ.: φυλάω, φυλώ - φυλαξ- (φυλάγω)]

[Λεξικό Κριαρά]
κοιτάζω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1)
        • α) Προσηλώνω σε κάπ. ή σε κ. το βλέμμα, παρακολουθώ με το βλέμμα, παρατηρώ, θεωρώ, αντικρίζω:
          • εδιάβη εισέ τόπον ψηλό του Γαλατά και εκοίταζε τον πόλεμον (Χρον. σουλτ. 8134
          • η χώρα το Μπονιφάτσιο … κοιτάζει την Σαρδένια (Πορτολ. Α 33324
        • β) εξετάζω:
          • εις χώρες των αλλογενών … εκεί καλά κοιτάξει τες γνώμες διάφορου λαού, τρόπους και πολιτείαν (Λίμπον. 122).
      • 2) Διακρίνω, ξεχωρίζω κάπ. ή κ.· επιλέγω:
        • θαμνά εσχιάζαν τα φουσσάτα του Μιχαήλ και δεν τα εκοιτάζαν (Παλαμήδ., Βοηβ. 282
        • να κοιτάξεις από όλο το λαό ανθρώπους φουσσάτου (Πεντ. Έξ. XVIII 21).
      • 3)
        • α) Προσέχω, φροντίζω, νοιάζομαι για κάπ. ή για κ.:
          • μη θέλεις να θαρρευτείς σ’ εκειόν που σε κοιτάζει και δείχνει ότι σ’ αγαπά (Δεφ., Λόγ. 461
        • β) προσπαθώ να …:
          • ας κοιτάξει όσο μπορεί περίσσους να κερδαίσει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [770]
        • γ) λογαριάζω:
          • δεν κοιτάζει εξοδιές (Τζάνε, Κρ. πόλ. 4077
        • δ) επιβλέπω κάπ. ή κ., επιστατώ:
          • έβαλε τον Τζογάνο να κοιτάξει τα πράματα του Μορέως (Χρον. σουλτ. 10634).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1)
        • α) Πλαγιάζω, κοιμάμαι:
          • την νύχταν πάσα ζον κάπου κοιτάζει (Κυπρ. ερωτ. 7819
        • β) πλαγιάζω (ερωτικά):
          • εκοίτασε μεθ’ ηδονής και συνεσωματώθην (Καλλίμ. 1967).
      • 2) Παρακολουθώ:
        • εστέκαν κι εκοιτάζαν (Διακρούσ. 972).
      • 3) Προσέχω:
        • οι Τούρκοι να κρατούσι τσι πόρους, να κοιτάζουνε έξω να μην εβγούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 1582).
  • II. Μέσ.
    • 1) Πλαγιάζω να κοιμηθώ:
      • (Δούκ. 36314).
    • 2) Περιεργάζομαι τον εαυτό μου (στον καθρέφτη):
      • οι γυναίκες … οπού άλλο δεν κάμνουν … μόνον να κοιτάζονται εις τον καθρέφτην (Ροδινός 60).

[αρχ. κοιτάζω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go