Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κνημίδα η [knimíδa] Ο26 : μεταλλικό ή δερμάτινο κάλυμμα που φορούσαν οι πολεμιστές της αρχαιότητας για την προστασία της κνήμης· περικνημίδα1: Xάλκινες κνημίδες.
[λόγ. < αρχ. κνημίς, αιτ. -ίδα]



