Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλ
445 εγγραφές [381 - 390]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλούβιασμα το [klúvjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του κλουβιάζω.

[κλουβιασ- (κλουβιάζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κλουβίον το· κλουβί· κλουβίν· κλωβί(ν)· κλωβίον· κουβλί(ν).
  • 1)
    • α) Κλουβί:
      • κλουβίν με τα πουλία (Λίβ. Esc. 1074
    • β) κατασκευή σε σχήμα κλουβιού:
      • κλουβίν … γεμάτον ανθρώπους τσακρατόρους (Μαχ. 4849).
  • 2) Κουβούκλιο, φορείο:
    • το κοράσιον εις κλουβίν, βαστούν την πέντε μούλες (Διγ. Esc. 206).
  • 3)
    • α) Μικρό δωμάτιο:
      • (Διγ. Α 256
    • β) κελί φυλακής, «κλούβα»:
      • Τον δε Κωνσταντίνον … κρατήσας μετά δεσμών εις κλωβίον χρόνους ς´ (Ιστ. Ηπείρ. XXII9).

[μτγν. ουσ. κλουβίον. Ο τ. κλω‑ μτγν. Ο τ. ί στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλούβιος -α -ο [klúvjos] Ε4 : για αυγό που έχει μπαγιατέψει πολύ και έχει αλλοιωθεί. || (μτφ.): Tο κεφάλι του είναι κλούβιο, είναι άνθρωπος ανόητος, άμυαλος. (έκφρ.) το κλούβιο σου το μάτι!, ειρωνική απάντηση σε διαφωνία.

[< παλ. σλαβ. kûlvati `κλωσάω΄(;) με μετάθ. του υγρού [l] ]

[Λεξικό Κριαρά]
κλουτσάρης ο· κλοτσάρης.
  • Διαχειριστής·
    • (εδώ) τίτλος αξιωματούχου στις παραδουνάβιες ηγεμονίες:
      • (Σταυριν. Εισαγ. 26175).

[<ρουμ. clucer]

[Λεξικό Κριαρά]
κλύδων ο· κλυδών, (Πουλολ. 539κλύδωνας, (Χρον. Τόκκων 29κλύδων η, (Βυζ. Ιλιάδ. 446).

[αρχ. ουσ. κλύδων. Ο τ. κλυδών από μετρ. αν.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλυδωνίζομαι [kliδοnízome] Ρ2.1β : 1. για κτ. που συνταράσσεται από μεγάλη θαλασσοταραχή: Tο πλοίο κλυδωνιζόταν, έρμαιο των κυμάτων. H βάρκα άρχισε να κλυδωνίζεται επικίνδυνα. 2. (μτφ.) για κτ. που περνάει μια περίοδο αναταραχής και αποσταθεροποίησης: Kλυδωνίζεται το κράτος / η οικονομία.

[λόγ. < ελνστ. κλυδωνίζομαι]

[Λεξικό Κριαρά]
κλυδωνικός, επίθ.
  • Κυματώδης:
    • κλυδωνικόν σίελον αποπτύουσα (ενν. η θάλασσα) (Δούκ. 6911).

[<ουσ. κλύδων + κατάλ. ικός]

[Λεξικό Κριαρά]
κλυδωνισία η.
  • Θαλασσοταραχή, φουρτούνα:
    • (Ιστ. Βλαχ. 2548).

[<μτγν. κλυδωνίζομαι + κατάλ. ‑σία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλυδωνισμός ο [kliδonizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του κλυδωνίζομαι. || (μτφ.): ~ της πολιτικής ζωής. Mέσα στους κλυδωνισμούς της ψυχής…

[λόγ. < ελνστ. κλυδωνισμός]

[Λεξικό Κριαρά]
κλυδωνισμός ο.
  • 1) Θαλασσοταραχή, φουρτούνα:
    • (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 146).
  • 2) Αναστάτωση, ψυχική αναταραχή:
    • ψυχής κλυδωνισμόν (Λίβ. Sc. 2597).

[μτγν. ουσ. κλυδωνισμός. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   1... 37 38 [39] 40 41 ...45   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες