Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλ
445 εγγραφές [281 - 290]
[Λεξικό Κριαρά]
κλιβανισμένος, μτχ. επίθ.
  • Θωρακισμένος:
    • χίλιοι χρυσόλουροι, κλιβανισμένοι (Διγ. Άνδρ. 33836).

[μτχ. παρκ. του *κλιβανίζω (<ουσ. κλίβανον ή κλιβάνιον, Soph., Meursius) ως επίθ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλιβανισμός ο [klivanizmós] Ο17 : μέθοδος απολύμανσης ή αποστείρωσης σε κλίβανο.

[λόγ. κλίβαν(ος) -ισμός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλίβανος ο [klívanos] Ο19 : ειδική κατασκευή η οποία κλείνει στεγανά και μέσα στην οποία αναπτύσσονται πολύ υψηλές θερμοκρασίες: Aπολυμαντικός ~. ~ αρτοποιίας. Bιομηχανικός ~.

[λόγ. < ελνστ. κλίβανος `αγγειοπλαστικός φούρνος΄, αρχ. σημ.: `σκεπαστό αγγείο από χώμα΄ σημδ. γαλλ. fourneau]

[Λεξικό Κριαρά]
κλίβανος ο.
  • Φούρνος:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 885).

[αρχ. ουσ. κλίβανος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κλιέντος ο.
  • Πελάτης:
    • (Στάθ. Γ´ 49).

[<ιταλ. cliente]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλικ το [klík] Ο (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη, συνήθ. από τον ήχο του διακόπτη, όταν ανοίγει ή κλείνει: Aκούστηκε ένα ~. Έκανε ένα ~. || (μτφ.): Aν δε μου κάνει ~ δεν μπορώ να ανταποκριθώ στο φλερτ του, αν δε νιώσω κάτι ιδιαίτερο.

[λόγ. < γαλλ. clic (ηχομιμ.)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλίκα η [klíka] Ο25 : (μειωτ.) ομάδα ανθρώπων που αποτελούν μια στενή παρέα, τα μέλη της οποίας αλληλοϋποστηρίζονται με σκοπό να προωθήσουν μόνο δικά τους συμφέροντα ή απόψεις: Δεν ανήκε ποτέ σε κλίκες.

[γαλλ. cliqu(e) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλίμα το [klíma] Ο48 : I. το σύνολο των ατμοσφαιρικών και μετεωρολογικών συνθηκών που επικρατούν σ΄ έναν τόπο: ~ θερμό / τροπικό. ~ εύκρατο / μεσογειακό. Πολικό ~. H περιοχή έχει υγρό ~. Ο γιατρός μού συνέστησε να αλλάξω ~. Δεν τον σηκώνει το ~, τον πειράζει στην υγεία του και μτφ., δεν είναι ανεκτός σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον: Kάποια στιγμή κατάλαβε ότι σε εκείνη την παρέα δεν τον σήκωνε άλλο το ~. 2. (μτφ.) οι συνθήκες μέσα στις οποίες βρίσκεται ή γίνεται κτ., το γενικότερο ψυχολογικό ή ηθικό περιβάλλον που επικρατεί σε μια δεδομένη στιγμή: Tο ~ δεν είναι ευνοϊκό για επενδύσεις. Επικρατεί ήπιο πολιτικό ~. ~ αισιοδοξίας. H συνεδρίαση έγινε / διεξήχθη μέσα σε ~ αντεγκλήσεων. II. (εκκλ.) μεγάλη περιφέρεια που αποτελεί ξεχωριστή εκκλησιαστική διοίκηση: H Θεσσαλονίκη ανήκει στο ~ του Πατριαρχείου.

[λόγ.: I: ελνστ. κλίμα `κλίση του εδάφους, υποτιθέμενη κλίση της γης προς τους πόλους΄ σημδ. γαλλ. climat (στις νέες σημ.) < λατ. clima < ελνστ. κλίμα· II: ελνστ. σημ.: `περιοχή΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κλίμα το· κλίμαν.
  • 1) Λύγισμα, σκύψιμο:
    • Το κλίμα του τραχήλου της και το υπολύγισμά της (Βέλθ. 709).
  • 2) Τόπος, περιοχή:
    • κρατάρχα βασιλεύ, τεσσάρων γης κλιμάτων (Προδρ. III 237).

[αρχ. ουσ. κλίμα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλίμακα η [klímaka] Ο28 : 1. (λόγ.) η σκάλα. 2α. αξιολογική κατάταξη πραγμάτων, εννοιών, αξιών κτλ. σε συνεχή σειρά: Bαθμολογική / μισθολογική / ασφαλιστική / ιεραρχική ~. Σ΄ όλη τη δημοσιοϋπαλληλική Έφτασε στην κορυφή της κοινωνικής κλίμακας. β. (μουσ.) σειρά φθόγγων που προχωρεί σύμφωνα με ορισμένη διαδοχή σε ανιούσα ή κατιούσα σειρά: Ελάσσων / μείζων ~. Παίζω κλίμακες στο πιάνο. || (εκκλ. μουσ.) ορισμένη σειρά ύμνων. 3α. η σειρά υποδιαιρέσεων ενός οργάνου που μετρά φυσικά μεγέθη: Θερμομετρική ~. Σεισμική δόνηση πέντε βαθμών στην ~ Ρίχτερ / της κλίμακας Ρίχτερ. β. σε χάρτες, σχεδιαγράμματα κτλ., η σταθερή αναλογία που υπάρχει ανάμεσα στο πραγματικό μέγεθος και στο εικονιζόμενο σχέδιο και η οποία εκφράζεται με κλασματικό αριθμό ή γραφική παράσταση: Xάρτης της περιοχής σε ~ 1 προς 5.000 (1:5.000). (έκφρ.) (υπό) ~: Σχέδιο ενός κτιρίου υπό / σε ~, όχι σε φυσικό μέγεθος. γ. για αναφορά σε βαθμιαία επέκταση ως προς την έκταση, το μέγεθος κτλ. ή αντίθετα για αναφορά σε βαθμιαία συρρίκνω ση: Έργα μεγάλης / μικρής κλίμακας. H είδηση έγινε ταχύτατα γνωστή σε ευρεία ~. (έκφρ.) σε παγκόσμια* / σε πανελλήνια* / σε πανελλαδική* / σε πανευρωπαϊκή* ~.

[λόγ.: 1: αρχ. κλῖμαξ, αιτ. -ακα· 2α, 3: σημδ. γαλλ. échelle· 2β: σημδ. ιταλ. scala]

< Προηγούμενο   1... 27 28 [29] 30 31 ...45   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες