Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλ
445 εγγραφές [211 - 220]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλεψίτυπος -η -ο [klepsítipos] Ε5 : για έντυπο, για βιβλίο που έχει εκδοθεί ή ανατυπωθεί χωρίς την έγκριση του συγγραφέα ή του εκδότη. || (ως ουσ.) το κλεψίτυπο.

[λόγ. κλεψι- + -τυπος κατά το κλεψίγαμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλεψύδρα η [klepsíδra] Ο25 : όργανο για τη μέτρηση του χρόνου, που χρησιμοποιήθηκε κυρίως κατά την αρχαιότητα και το οποίο αποτελείται από δύο δοχεία που συγκοινωνούν με στενότατο σωλήνα, μέσο του οποίου το νερό ή η άμμος που υπάρχει στο ένα, αδειάζει σιγά σιγά στο άλλο, διαδικασία που κρατά ορισμένο χρονικό διάστημα.

[λόγ. < αρχ. κλεψύδρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλήδονας ο [klíδonas] Ο5 : λαϊκό έθιμο που τελείται από νεαρά κορίτσια ακόμα και σήμερα, σε αγροτικές κυρίως περιοχές, στις 23 Iουνίου, παραμονή της εορτής της Γέννησης του Iωάννη του Προδρόμου. (έκφρ.) αυτά τα λεν στον κλήδονα, για λόγια ανόητα, για ψέματα και υπερβολές.

[μσν. κλήδονας < αρχ. κληδον- (κληδών ἡ) `μαντικό σημάδι΄ -ας]

[Λεξικό Κριαρά]
κλήδονας ο.
  • Eίδος μαντικού παιχνιδιού, κλήδονας:
    • (Nαθαναήλ Mπέρτου, Στιχοπλ. I 148).

[αρχ. ουσ. κληδών με αναβιβ. του τόνου. H λ. στο Bλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κληδονίς η.
  • Μαντεία, προμάντευμα:
    • (Βίος Αλ. 917).

[<ουσ. κληδών + κατάλ. ίς. Πβ. μτγν. κληδόνισμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλήμα το [klíma] Ο48 : αναρριχητικό φυτό της οικογένειας των αμπελοειδών που καλλιεργείται για τον καρπό του, το σταφύλι, από το οποίο βγαίνει το κρασί. || η κληματόβεργα. ΠAΡ Ήτανε στραβό το ~, το ΄φαγε κι ο γάιδαρος, για την κακή έκβαση μιας ήδη άσχημης υπόθεσης.

[αρχ. κλῆμα `κληματόβεργα΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κλήμα (I) η,
βλ. σκλίμα.
[Λεξικό Κριαρά]
κλήμα (II) το· γεν. κλημάτου.
  • α) Κλήμα αμπελιού, κληματόβεργα:
    • χαλάζιν άμπελον όταν την κατακρούσει, τσακίζει και τα κλήματα (Κομν., Διδασκ. Δ 392
  • β) (συνεκδ.) αμπέλι:
    • (Πεντ. Γέν. XL 9).
  • Η λ. ως τοπων.:
    • (Τζάνε, Κρ. πόλ. 31317).

[αρχ. ουσ. κλήμα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληματαριά η [klimatarjá] Ο24 : κλήμα το οποίο έχουν καλλιεργήσει και κλαδέψει κατά τέτοιον τρόπο, ώστε τα κλαδιά του αναρριχώνται σε αρκετό ύψος από το έδαφος, απλώνονται πάνω σε οριζόντια δοκάρια και σχηματίζουν ένα σκιερό στρώμα από φύλλα· η κρεβατίνα: Έπιναν τον καφέ τους στον ίσκιο της κληματαριάς.

[κληματ- (κλήμα) -αριά]

[Λεξικό Κριαρά]
κληματερός, επίθ.
  • (Προκ. για δέντρο) που χρησιμεύει ως στήριγμα κληματαριάς:
    • πουλεί … τον πλάτανο τον κληματερό ως είναι με το κλήμα οπού έχει (Bαρούχ. 3262).
  • Tο ουδ. ως ουσ. = δέντρο που χρησιμεύει ως στήριγμα κληματαριάς:
    • (αυτ. 3110).

[<ουσ. κλήμα + κατάλ. ερός]

< Προηγούμενο   1... 20 21 [22] 23 24 ...45   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες