Παράλληλη αναζήτηση
| 445 εγγραφές [411 - 420] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλωνί το [kloní] Ο43 : (λαϊκότρ.) 1. κλωνάρι. 2. η κλωνιά.
[μσν. κλωνίν < ελνστ. κλωνίον υποκορ. του αρχ. κλών]
- κλωνιά η [kloná] Ο24 : (λαϊκότρ.) νήμα από στριμμένη κλωστή, κλωστή για ράψιμο.
[κλων(ί) -ιά]
- κλωνιά η· κλωνά.
-
- Κλωστή:
- σταυρωτής κλωνάς (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1193])·
- φρ. κρέμομαι σε μια κλωνά, βλ. κρεμώ (I) Φρ. 2.
[<ουσ. κλωνί + κατάλ. ‑ιά. Ο τ. στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- Κλωστή:
- κλωνίν το.
-
- Κλαδί:
- τα δέντρη … εις τα κλωνιά τους τον καρπόν φορτώννουνται (Κυπρ. ερωτ. 978).
[μτγν. ουσ. κλωνίον. Η λ. και σήμ. (‑ί)]
- Κλαδί:
- κλωνισμός ο [klonizmós] Ο17 : (βιολ.) μέθοδος αναπαραγωγής οργανισμού (ή κυττάρου) από ένα μόνο άτομο με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημο(ς) με αυτό· κλωνοποίηση.
[λόγ. κλών(ος) 2 -ισμός μτφρδ. αγγλ. cloning < αγγλ. clone = κλώνος 2]
- κλωνοκοπώ.
-
- Χτυπώ τα κλωνάρια, ραβδίζω:
- την καρυάν κλωνοκοπούσιν και τα φύλλα ρίπτουν κάτω (Χρησμ. X 18).
[<ουσ. κλώνος + ‑κοπώ (πβ. κλαδοκοπώ), αν δεν πρόκ. για το κλονοκοπώ <κλονώ ή ‑ίζω + ‑κοπώ]
- Χτυπώ τα κλωνάρια, ραβδίζω:
- κλωνοποίηση η [klonopíisi] Ο33 : (βιολ.) μέθοδος αναπαραγωγής οργανισμού (ή κυττάρου) από ένα μόνο άτομο με αποτέλεσμα να είναι γενετικά ταυτόσημο(ς) με αυτό· κλωνισμός: Οι απόψεις σχετικά με την ~, ιδιαίτερα όσον αφορά το ηθικό επίπεδο, διίστανται.
[λόγ. κλών(ος) 2 -ο- + -ποίηση μτφρδ. αγγλ. cloning < αγγλ. clone = κλώνος 2]
- κλωνοποιώ [klonopió] -ούμαι Ρ10.9 : (βιολ.) εφαρμόζω τη μέθοδο της κλωνοποίησης για την αναπαραγωγή ενός οργανισμού (ή ενός κυττάρου): Kλωνοποιημένα πρόβατα. Yπάρχουν επιστήμονες που δε θα αρνούνταν να κλωνοποιήσουν ανθρώπινα όντα.
[λόγ. κλωνο(ποίηση) -ποιώ (αναδρ. σχημ.)]
- κλώνος ο.
-
- 1) Κλωνάρι, κλαδί:
- εις κλώνον δένδρου ήκουσα πουλιά (Λίβ. P 109).
- 2) Δροσερότητα, άνθηση· (εδώ μεταφ.) παρθενία:
- έφθειρε της κορασιάς τον ζαχαράτον κλώνον (Περί γέρ. 130).
[μτγν. ουσ. κλώνος. Η λ. και σήμ.]
- 1) Κλωνάρι, κλαδί:
- κλώνος 1 ο [klónos] Ο18 : κλαδί δέντρου, ιδίως μεγάλο και χοντρό.
[ελνστ. κλῶνος < κλων(ίον) -ος (αναδρ. σχημ.) κατά το σχ.: καπρί - κάπρος]



