Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλ
445 εγγραφές [361 - 370]
[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσεύω.
  • Κλοτσώ·
    • (μεταφ.) απειθαρχώ:
      • επάχυνεν ο Ιεσουρούν και εκλότσεψεν … και άφηκεν Θεόν οπού τον έκαμεν (Πεντ. Δευτ. XXXII 15).

[<ουσ. κλότσος + κατάλ. εύω. Η λ. στο Somav. (τζ‑) και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλοτσηδόν [klotsiδón] επίρρ. τροπ. : (προφ.) με τις κλοτσιές, κυρίως σε επέκταση, με τρόπο βίαιο και βάναυσο: Tον έδιωξαν ~.

[λόγ. κλότσ(ος) -ηδόν]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλότσημα το [klótsima] Ο49 : η ενέργεια του κλοτσώ: Tο ~ της μπάλας. || Aισθάνθηκε ένα ~ στην καρδιά.

[κλοτση- (κλοτσώ) -μα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλοτσιά η [klotsxá] Ο24 : 1. δυνατό χτύπημα με το κάτω μέρος του ποδιού: Tου ΄δωσε μια ~ στην κοιλιά / στο καλάμι. Άνοιξε την πόρτα με κλοτσιές. Tου τράβηξε μια ~! Tο μουλάρι τον άρχισε στις κλοτσιές. 2. (μτφ.) βίαιη και βάναυση αποπομπή: Aφού φέρεται έτσι, δώσ΄ του μια ~ να πάει από εκεί που ήρθε. (έκφρ.) με τις κλοτσιές: Tον έδιωξαν με τις κλοτσιές. Tον πέταξαν έξω με τις κλοτσιές. || Έφαγε ~, τον απέλυσαν.

[μσν. κλοτσιά < κλοτσέα (συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) < κλοτσ(ώ) -έα > -ιά]

[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσιά η· γλοτσά· κλοτσά· κλοτσέα· κλοτσία.
  • Χτύπημα με το πόδι, κλοτσιά:
    • με μια γλοτσά την πόρτα τση ν’ ανοίξω (Φορτουν. Δ´ 154).

[<κλοτσώ + κατάλ. ιά. Ο τ. γλοτσά και σήμ. κρητ. Ο τ. ά στο Βλάχ. (τζά) και σήμ. Ο τ. έα και σήμ. ιδιωμ. Η λ. στο Somav. (τζιά) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσιάρης, επίθ.
  • Που έχει τη συνήθεια να κλοτσά:
    • Περί πουλήσεως ζώων σκληρών και κλοτσιαραίων (Βακτ. αρχιερ. 176).

[<ουσ. κλοτσιά + κατάλ. άρης. Η λ. στο Somav. (τζ‑) και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσίζω.
  • Κλοτσώ:
    • κλοτσίζειν σε ομπρός κι οπίσω (Σπανός D 1230).

[<αόρ. του κλοτσώ. Η λ. στο Βλάχ. (τζ‑)]

[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσοκοπώ· γλοτσοκοπώ.
  • Κλοτσώ δυνατά πολλές φορές:
    • κλοτσοκοπούν και διώχνουν τες (ενν. τις μέλισσες) να πα να φέρουν μέλι (Δεφ., Λόγ. 214 (έκδ. κλοτσοκοπλούν)).

[<κλοτσώ + κοπώ. Η λ. στο Du Cange (κλοτζοκοπείν, λ. κλοτζάν)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλοτσοπατινάδα η [klotsopatináδa] Ο26 : (οικ.) συμπλοκή με κλοτσιές και ποδοπατήματα. || (μειωτ.): Ο ποδοσφαιρικός αγώνας κατέληξε σε ~, για παίξιμο χωρίς τεχνική.

[κλότσ(ος) -ο- + πατινάδα < μαντινάδα με ανομ. ηχηρ. [m-d > p-d] και παρετυμ. κλοτσώ + πατώ]

[Λεξικό Κριαρά]
κλοτσοπατώ· γλοτσοπατώ.
  • Πατώ και κλοτσώ, τσαλαπατώ:
    • οι καβαλάροι κι οι πεζοί τους εγλοτσοπατούσα (Ερωτόκρ. Δ´ 1074).

[<κλοτσώ + πατώ. Ο τ. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   1... 35 36 [37] 38 39 ...45   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες