Παράλληλη αναζήτηση
| 49 εγγραφές [21 - 30] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κλείδωμα το [klíδoma] Ο49 : η ασφάλιση με κλειδί, το αποτέλεσμα του κλειδώνω.
[κλειδώ(νω) -μα (πρβ. ελνστ. κλείδωμα `μάνταλο΄)]
- κλειδωνέα η· κλειδωνία.
-
- Κλειδαριά:
- άνοιξαν … την άλλην βούλαν (ενν. του σεντουκιού) και την κλειδωνέα με το κλειδί (Ιστ. πατρ. 1247).
[<κλειδώνω + κατάλ. ‑έα. Ο τ. στο Meursius· τ. ‑ιά στο Somav. και σήμ.]
- Κλειδαριά:
- κλειδωνιά η [kliδoná] Ο24 : (λαϊκότρ.) η κλειδαριά.
[μσν. κλειδωνιά < κλειδών(ω) -ιά]
- κλειδώνω [kliδóno] -ομαι Ρ1 : 1α. ασφαλίζω με κλειδί: ~ την πόρτα / το συρτάρι / το αυτοκίνητο. Kλείδωσες καλά το σπίτι; Δεν κλειδώνει εύκολα αυτή η πόρτα. H αποθήκη ήταν κλειδωμένη. ~, μανταλώνω*, τον κλέφτη βρίσκω μέσα. β. κλείνω κτ. σε μέρος ασφαλές: Έχει τα κοσμήματά της κλειδωμένα. Kλειδώνει το γλυκό. Kλείδωσα τα έγγραφα στο συρτάρι. || κλείνω κπ. σε μέρος απ΄ όπου είναι αδύνατο να βγει, και με επέκταση, υποχρεώνω κπ. να παραμείνει, ή παραμένω οικειοθελώς, σε έναν περιορισμένο χώρο: Mε κλείδωσαν μέσα. Tην κλείδωσε στην τουαλέτα. Kλειδώθηκε στο δωμάτιό της. || Kλειδώθηκα έξω, δεν έχω κλειδί για να ανοί ξω την πόρτα. 2. (μτφ., οικ.): Kρατάει το στόμα του κλειδωμένο, δεν αποκαλύπτει τίποτα.
[μσν. κλειδώνω < ελνστ. κλειδ(ῶ) -ώνω]
- κλειδώνω· κλειδώννω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Κλείνω κ. με κλειδί:
- (Ασσίζ. 753)·
- β) φυλάγω, ασφαλίζω:
- τύπωσε τα ’ρκομωτικά … και μέσα στο σεντούκι σου βάλε και κλείδωσέ τα (Φαλιέρ., Ιστ. 832)·
- (μεταφ.):
- η καρδιά μου … μέσα της σε ήβαλεν κι έχει σε κλειδωμένο (Διγ. O 1825)·
- γ) περιορίζω κάπ. σε κλειστό χώρο:
- Κλειδώνει την εις τη φ’λακή (Ερωτόκρ. Δ´ 523)·
- δ) σφίγγω κ.:
- το θηλυκόν … ωσάν του εσίμωσεν, κλειδώνει το εις τας χείρας (Διγ. Esc. 769).
- α) Κλείνω κ. με κλειδί:
- 2) Προστατεύω:
- η Πόλις ήτον το κλειδίν … κι εκλείδωνε κι εσφάλιζεν όλην την Ρωμανίαν (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 616).
- 1)
- II. (Μέσ.) γίνομαι απρόσιτος:
- ανοίγεται και κλειδώνεται η βασιλεία των ουρανών (Χριστ. διδασκ. 398).
[<ουσ. κλειδίον + κατάλ. ‑ώνω. Τ. ‑όω τον 6. αι. (L‑S). Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- κλείδωση η [klíδosi] Ο33 : η άρθρωση των οστών.
[λόγ. < μσν. κλείδωσις < κλειδω- (δες κλειδώνω) -σις > -ση (πρβ. ελνστ. κλείδωσις `κλείδωμα΄)]
- κλείδωσις η.
-
- Άρθρωση των οστών:
- (Ερμον. Υ 222).
[<κλειδόω + κατάλ. ‑σις. Η λ. τον 7. αι. (Lampe) και σήμ. (‑η)]
- Άρθρωση των οστών:
- κλειδωτήρι το.
-
- Κλειδί:
- της πόρτας μετ’ αυτή βαστά το κλειδωτήρι (Φαλιέρ., Ιστ. 378).
[<κλειδώνω + κατάλ. ‑τήρι. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- Κλειδί:
- κλείθρο το [klíθro] Ο39 : (λόγ.) η κλειδαριά.
[λόγ. < αρχ. κλεῖθρον `μάνταλο΄]
- κλειθροποιία η [kliθropiía] Ο25 : η τέχνη κατασκευής κλειδιών και κλειδαριών, καθώς και η αντίστοιχη επιχείρηση.
[λόγ. κλείθρ(ον) -ο- + -ποιία]



