Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλαυσίγελος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλαυσίγελος ο [klafsíjelos] Ο20 : (λόγ.) κλάμα που συνοδεύεται από γέλιο, κλάμα από χαρά, κυρίως σε γραπτό λόγο.

[λόγ. < αρχ. κλαυσίγελ(ως) μεταπλ. -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες