Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλαρινέτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλαρινέτο το [klarinéto] Ο39 : ξύλινο πνευστό μουσικό όργανο της κλασικής ορχήστρας, με κυλινδρικό σχήμα και ραμφοειδές επιστόμιο: Kοντσέρτο για ~ και ορχήστρα.

[λόγ. < ιταλ. clarinetto υποκορ. του clarino (δες κλαρίνο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες