Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαίουσα η [kléusa] Ο27 : είδος ιτιάς της οποίας τα μακριά, λεπτά κλαδιά γέρνουν προς τα κάτω και ακουμπούν στο έδαφος. || (ως επίθ.): ~ ιτιά.
[λόγ. < αρχ. κλαίουσα θηλ. μεε. του κλαίω σημδ. γαλλ. saule pleureur ή αγγλ. weeping willow]



