Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κιμπάρης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιμπάρης ο [kibáris] Ο11 θηλ. κιμπάρισσα [kibárisa] Ο27 : (οικ.) άνθρωπος με φυσική ευγένεια, γενναιόδωρος, ντόμπρος και αξιοπρεπής. || αυτός που είναι ντυμένος με ρούχα ακριβά, κομψά και διακριτικά. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος.

[τουρκ. kibar (από τα αραβ.) -ης· κιμπάρ(ης) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go