Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κητώδης -ης -ες [kitóδis] Ε11 : που μοιάζει με κήτος· κητοειδής. || (ως ουσ.) τα κητώδη, τάξη μεγαλόσωμων υδρόβιων θηλαστικών· κητοειδή.
[λόγ. < αρχ. κητώδης]



