Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κε
385 εγγραφές [51 - 60]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κελαηδιστός -ή -ό [kel(ai)δistós] Ε1 : που ηχεί σαν κελάηδισμα. κελαηδιστά ΕΠIΡΡ.

[κελαηδ(ώ) -ιστός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κελαηδώ [kel(ai)δó] & -άω Ρ10.1α : 1. για τα πουλιά, τραγουδώ, βγάζω μελωδικούς ήχους. 2. (μτφ.) α. για κπ. που φλυαρεί ακατάπαυστα και χαριτωμένα: Tην άκουγα που κελαηδούσε σαν γαλιάντρα. || (λαϊκ.) για κπ. που τα ομολογεί, που τα μαρτυρά όλα, συνήθ. ύστερα από πίεση: Kελάηδησε στην Aσφάλεια. Θα σε κάνω εγώ να κελαηδήσεις. β. (οικ.) συνήθ. ευφημιστικά: Kελάηδησαν τα πολυβόλα, βρόντησαν.

[αρχ. κελαδῶ `βγάζω δυνατό ήχο (επίσης για τον αυλό)΄, μσν. σημ.: `τραγουδώ΄, με διφθογγοπ. [a > aι] ]

[Λεξικό Κριαρά]
κελάκιον το· κελάτσιο.
  • Δωμάτιο (εδώ πανδοχείου)·
    • φρ. κάνω κελάτσιο = σταθμεύω, καταλύω:
      • (Mικρ. διηγ. II 2).

[<ουσ. κελί(ο)ν + κατάλ. άκιον. T. ι στο Somav. (λλ‑). O τ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κελάρης ο· κελλάρης.
  • Υπεύθυνος για την αποθήκη τροφίμων, οικονόμος:
    • είμαι κελλάρης … της ρήγαινας και αγόρασα αρμυρά διά τα φουσσάτα (Μαχ. 4107).

[<μτγν. ουσ. κελλάριος. Ο τ. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Βλάχ. (λλ‑) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κελάρι το [kelári] Ο44 : υπόγειος συνήθ. χώρος σε αγροτικά κυρίως σπίτια που χρησιμεύει ως αποθήκη τροφίμων και ποτών.

[μσν. κελλάριν < ελνστ. κελλάριον < υστλατ. cellari(um) -ον (ορθογρ. απλοπ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
κελάριον το· κελάρι· κελάριν· κελλάριν.
  • 1) Αποθήκη τροφίμων ή κρασιού:
    • κελάριον …, ένθα τους άρτους βάλλουσι και άλλο είτι φέρουν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 962).
  • 2) Δωμάτιο, καμαράκι:
    • να έρτουν (ενν. οι βατρακοί) εις το σπίτι σου και εις το κελάρι του πλάγιασμά σου (Πεντ. Έξ. VII 28· Συναδ. φ. 56v).

[μτγν. ουσ. κελλάριον. Ο τ. ι και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
κελαρίτης ο.
  • Αποθηκάριος τροφίμων· μάγειρος:
    • καθέζεται (ενν. ο ιεράρχης) … εις το παιδαγωγήσαι τους κελαρίτας … ποία και πόσα βρώματα προσήκει μαγειρεύσαι (Παϊσ., Ιστ. Σινά 975).

[<ουσ. κελάριον + κατάλ. ίτης. Η λ. τον 4. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κελαρύζω [kelarízo] Ρ2.1α : για το νερό ρυακιού, μικρού ποταμού κτλ. που καθώς κυλάει, παράγει έναν ελαφρό και ευχάριστο ήχο.

[λόγ. < αρχ. κελαρύζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κελάρυσμα το [kelárizma] Ο49 : ο ήχος του νερού καθώς κυλάει μέσα στη φύση.

[λόγ. < ελνστ. κελάρυσμα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κελαρυστός -ή -ό [kelaristós] Ε1 : που κελαρύζει: Kελαρυστό ρυάκι. || (μτφ.): Kελαρυστό γέλιο, συνεχές, αβίαστο.

[λόγ. κελαρυσ- (κελαρύζω) -τός]

< Προηγούμενο   1... 4 5 [6] 7 8 ...39   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες