Παράλληλη αναζήτηση
| 385 εγγραφές [41 - 50] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κεκρυμμένως, επίρρ.
-
- Κρυφά, μυστικά:
- (Καλλίμ. 2222).
[μτγν. επίρρ. κεκρυμμένως]
- Κρυφά, μυστικά:
- κεκρύφαλος ο [kekrífalos] Ο20α : I. δικτυωτός κεφαλόδεσμος τον οποίο φορούσαν οι γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα, κυρίως κατά την κλασική περίοδο. II. (ζωολ.) το δεύτερο στομάχι των μηρυκαστικών.
[λόγ. < αρχ. κεκρύφαλος]
- κεκτημένος -η -ο [kektiménos] Ε3 : κυρίως στις εκφράσεις κεκτημένη ταχύτητα, η ταχύτητα την οποία εξακολουθεί να έχει ένα σώμα και αφού σταματήσει να επενεργεί η αιτία που το έθεσε σε κίνηση και μτφ. για κτ. που συνεχίζει να γίνεται χωρίς να υπάρχει λόγος, μόνο από συνήθεια: Tο ΄κανα από κεκτημένη ταχύτητα. κεκτημένο δικαίωμα, δικαίωμα το οποίο έχει κατακτήσει κάποιος και το οποίο θεωρεί αναφαίρετο και ως ουσ. τα κεκτημένα, τα κατακτημένα, αυτά που έχουν κατακτηθεί ύστερα από αγώνες, κινητοποιήσεις κτλ.: Οι υπάλληλοι θα αγωνιστούν για τα κεκτημένα τους.
[λόγ. < αρχ. κεκτημένος `κάτοχος΄ (σπάν. με παθ. σημ.) μππ. του κτῶμαι, σημδ. γαλλ. acquis]
- κελαδίζω· κιλαδίζω.
-
- Κελαϊδώ:
- τα πουλία … τον πόθον τους αρχίζαν όλα να κιλαδίζουσι (Θησ. Γ´ [72]).
[<αόρ. του κελαδώ]
- Κελαϊδώ:
- κελαδισιά η· κιλαδισιά.
-
- Κελάιδημα:
- (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [205]).
[<κελαδίζω + κατάλ. ‑σιά]
- Κελάιδημα:
- κελάδισμα το· κιλάδισμα.
-
- Κελάιδημα:
- του φαίνοντο γλυκία τα κιλαδίσματά των (ενν. των αηδονιών) (Θησ. Δ´ [748]).
[<αόρ. του κελαδίζω + κατάλ. ‑μα· πβ. αρχ. ‑ημα. Ο τ. στο Βλάχ. (κοι‑). Τ. κελάι‑ σήμ.]
- Κελάιδημα:
- κελαδισμός ο· κιλαδισμός.
-
- 1) Κελάιδημα·
- (εδώ ως σύστ. αντικ.):
- πάσα πουλίον εκιλάδιε τον κιλαδισμόν του (Διγ. Άνδρ. 31427).
- (εδώ ως σύστ. αντικ.):
- 2) Γλυκόηχο τραγούδι:
- ήκουσαν της φωνής της και του κιλαδισμού αυτής (ενν. της κόρης) (Διγ. Z 2892).
[μτγν. ουσ. κελαδισμός (Lampe). Ο τ. στο Somav. (κοι‑). Τ. κελαϊ‑ σήμ.]
- 1) Κελάιδημα·
- κελαδώ· κιλαδώ.
-
- 1) Κελαϊδώ:
- το σκοπό του κιλαδεί κάθε λογής πουλάκι (Ερωτόκρ. Β´ 1254).
- 2)
- α) Τραγουδώ· ηχώ χαρούμενα:
- Ταύτα και άλλα πλείονα εκείνη (ενν. η κόρη) κιλαδούσα, εμού κιθάραν κρούοντος (Διγ. Z 2885)·
- οι σάλπιγγές του πηαίνου ομπρός κι εκιλαδούσανε του νιου του παινεμένου (Ερωτόκρ. Β´ 1764)·
- β) αντιλαλώ:
- εκ τον ηχόν της κόρης κτύπος εβγήκε εις τα βουνά, τα όρη εκιλαδούσαν (Διγ. Esc. 1150)·
- γ) εξυμνώ, εκθειάζω κάπ. ή κ. τραγουδιστά:
- τα υπέρ φύσιν κελαδών (ενν. ο Δαβίδ) τέρατα του Κυρίου (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1538).
- α) Τραγουδώ· ηχώ χαρούμενα:
[αρχ. κελαδέω. Ο τ. στο Βλάχ. (κοι‑). Τ. κελαϊ‑ σήμ. (ά. γρ. κελαη‑)]
- 1) Κελαϊδώ:
- κελάηδημα το [kel(ái)δima] & κελάηδισμα το [kel(ái)δizma] Ο49 : η μελωδική φωνή των ωδικών πτηνών: Στην εξοχή σε ξυπνάει συχνά το γλυκό ~ των πουλιών.
[ελνστ. κελάδημα `δυνατός ήχος΄ κατά τη μορφή και τη σημ. του κελαηδώ· κελαηδ(ώ) -ισμα (πρβ. μσν. κελάδισμα)]
- κελαηδισμός ο [kel(ai)δizmós] Ο17 : (λόγ.) το κελάηδημα.
[λόγ. κελαηδ(ώ) -ισμός (πρβ. μσν. κελαδισμός)]



