Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καϊμάκι το [k(ai)máki] Ο44 : 1α. πηχτό, λιπαρό και αφρώδες στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν βράσει· αφρόγαλα, κορφή. β. αφρώδες και πυκνό στρώμα που σχηματίζεται στον καφέ, όταν βράσει: Ξέχασε τον καφέ στη φωτιά και δεν έχει καθόλου ~. 2. (μτφ.) αφρόκρεμα.
[τουρκ. kaymak (στις σημ. 1α, 2) -ι]