Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατοπτρίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατοπτρίζω [katoptrízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) καθρεφτίζω.

[λόγ. < ελνστ. κατοπτρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες