Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατισχύω [katisxío] Ρ9α : (λόγ.) επικρατώ πλήρως νικώντας σε όλα τα σημεία, νικώντας κατά κράτος: Kατίσχυσε των αντιπάλων του. || (νομ.): Ο νόμος κατισχύει της διατάξεως, είναι ισχυρότερος.
[λόγ. < αρχ. κατισχύω]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατισχύω.
-
- Έχω την απαιτούμενη δύναμη για να κάνω κ.:
- τα στόματα (ενν. των θηρίων) … ουκέτι προς ανθρώπους κατίσχυον επιπηδάν (Βίος Αλ. 4630).
[αρχ. κατισχύω]
- Έχω την απαιτούμενη δύναμη για να κάνω κ.:



