Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατενθουσιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατενθουσιάζω [katenθusiázo] -ομαι Ρ2.1 : προκαλώ σε κπ. πολύ μεγάλο ενθουσιασμό: H παράσταση κατενθουσίασε τους θεατές. Είναι κατενθουσιασμένος με τα αποτελέσματα των προσπαθειών του / των εξετάσεων.

[λόγ. κατ(α)- ενθουσιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες