Παράλληλη αναζήτηση
| 1.156 εγγραφές [891 - 900] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- καταστιχίδιον το.
-
- (Μικρό) κατάστιχο:
- (Ψευδο-Σφρ. 38615).
[<ουσ. κατάστιχον + κατάλ. ‑ίδιον]
- (Μικρό) κατάστιχο:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατάστιχο το [katástixo] Ο41 : (παρωχ.) λογιστικό βιβλίο. ΦΡ έχω / γρά φω κπ. στου δια(β)όλου* το ~. ανοίγω τα παλιά μου τα κατάστιχα, ξαναθυμάμαι λησμονημένες διαμάχες, παλιά μίση. (γράφω κπ. στα) μαύρα* κατάστιχα. || (προφ., ειρ.) σημειωματάριο.
[μσν. κατάστιχον < φρ. κατά στίχον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστιχογράφος ο [katastixoγráfos] Ο18 : (παρωχ.) αυτός που κρατούσε τα λογιστικά βιβλία.
[λόγ. κατάστιχ(ον) -ο- + -γράφος]
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάστιχον το· κατάστιχο.
-
- 1) Κατάλογος:
- κατάστιχον της μοιρασίας (Βησσ., Επιστ. 354).
- 2) Bιβλίο λογαριασμών:
- να εύρει εις το κατάστιχον της βασιλείας φλωρία χιλιάδας δύο πεσκέσιον (Ιστ. πατρ. 1121).
- 3) Kτηματολόγιο:
- η σπέζα του κατάστιχου … να ’ναι εις τη μέσην τως (Βαρούχ. 13133).
[<συνεκφ. κατά στίχον. Ο τ. και σήμ. Η λ. στο Βλάχ.]
- 1) Κατάλογος:
[Λεξικό Κριαρά]
- καταστιχόπουλον το.
-
- (Μικρό) κατάστιχο:
- (Σφρ., Χρον. 13223).
[<ουσ. κατάστιχον + κατάλ. ‑πουλον]
- (Μικρό) κατάστιχο:
[Λεξικό Κριαρά]
- καταστιχώνω· καταστιχώννω.
-
- Γράφω κ. σε κατάστιχο, καταγράφω, περιγράφω λεπτομερειακά:
- εκαταστίχωννά το (ενν. το φουσσάτον) (Θρ. Κύπρ. Μ 592).
[<ουσ. κατάστιχον + κατάλ. ‑ώνω]
- Γράφω κ. σε κατάστιχο, καταγράφω, περιγράφω λεπτομερειακά:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστολή η [katastolí] Ο29 : η ενέργεια του καταστέλλω. 1. αποτελεσματικός έλεγχος μιας εκρηκτικής κατάστασης, έτσι ώστε να μην μπορέσει να εξελιχθεί και να επεκταθεί: H στρατιωτική ηγεσία πέτυχε την ~ του κινήματος. Ο στρατός και η αστυνομία είναι δυνάμεις καταστολής. Πρόληψη και ~ της εγκληματικότητας. Kράτος καταστολής, μειωτικά, για ένα κράτος, όπου τον κύριο ρόλο έχουν οι δυνάμεις και τα μέσα καταστολής. 2. ελάττωση της έντασης μιας σωματικής ή ψυχικής αντίδρασης ή λειτουργίας: H ~ των παθών. H ~ υπερπαραγωγής ορμονών.
[λόγ. < ελνστ. καταστολή, αρχ. σημ.: `επιφύλαξη΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταστολιάζω.
-
- Α´ Αμτβ.
- 1) Φτάνω:
- καταστολίασεν άνθρωπος … εκ το ταξίδιν (Λίβ. Esc. 3528).
- 2) Στρατοπεδεύω:
- (Χρον. Τόκκων 1801).
- 1) Φτάνω:
- Β´ (Μτβ.) εγκαθιστώ, τακτοποιώ (στράτευμα, κτλ.):
- (Χρον. Μορ. H 8621).
[<ουσ. καταστόλιν + κατάλ. ‑ιάζω]
- Α´ Αμτβ.
[Λεξικό Κριαρά]
- καταστολίζω.
-
- Στολίζω, κοσμώ πολύ:
- τα λουλούδια τα ’μορφα την γην καταστολίσαν (Θησ. Β´ [14]).
[μτγν. καταστολίζω. Η λ. και σήμ.]
- Στολίζω, κοσμώ πολύ:
[Λεξικό Κριαρά]
- καταστόλιν το.
-
- 1) Διακοπή πορείας:
- φουσσάτον μεν και στρατηγοί … ας έχουν καταστόλιν (Καλλίμ. 134).
- 2) Διακοπή· αναβολή:
- (αυτ. 2295).
[<αρχ. ουσ. καταστολή + κατάλ. ‑ιν. Η λ. τον 6.-7. αι.]
- 1) Διακοπή πορείας:



