Παράλληλη αναζήτηση
| 1.156 εγγραφές [901 - 910] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστόλιστος -η -ο [katastólistos] Ε5 : που είναι πολύ στολισμένος: H νύφη / η πόλη ήταν καταστόλιστη.
[κατα- στολισ- (στολίζω) -τος]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταστοχάζω.
-
- 1) Εξετάζω με προσοχή:
- την παράταξιν καλώς καταστοχάσας (Βίος Αλ. 4616)·
- (μέσ.):
- (Δούκ. 37718).
- 2) Θεωρώ, νομίζω:
- συμφοράν τούτο καταστοχάσας (Βίος Αλ. 3536).
[μτγν. καταστοχάζομαι]
- 1) Εξετάζω με προσοχή:
[Λεξικό Κριαρά]
- κατάστρατα, επίρρ.
-
- Κατά την πορεία:
- κατάστρατα εχαιρόμεθα (Λίβ. Sc. 3157).
[<πρόθ. κατά + ουσ. στράτα]
- Κατά την πορεία:
[Λεξικό Κριαρά]
- καταστρατεύω.
-
- (Ενεργ. και μέσ.) εκστρατεύω εναντίον κάπ.:
- (Βίος Αλ. 1960, 3987).
[αρχ. καταστρατεύομαι (L‑S, ‑ω)]
- (Ενεργ. και μέσ.) εκστρατεύω εναντίον κάπ.:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστρατήγηση η [katastratíjisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του καταστρατηγώ, παράβαση που τυπικά μπορεί να μην είναι κολάσιμη: Mε συνεχείς καταστρατηγήσεις του οικοδομικού κανονισμού, οικοπεδοποιήθηκαν πολλά δάση.
[λόγ. καταστρατηγη- (καταστρατηγώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστρατηγώ [katastratiγó] -ούμαι Ρ10.9 : παραβαίνω νόμο, διάταξη, ωράριο κτλ. χρησιμοποιώντας διάφορα νομικά τεχνάσματα, ώστε τυπικά να μην είναι πάντοτε δυνατή η τιμωρία μου: Mε διάφορες χαριστικές ρυθμίσεις καταστρατηγούνται οι νόμοι.
[λόγ. < ελνστ. καταστρατηγῶ]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστρεπτικός -ή -ό [katastreptikós] Ε1 : που καταστρέφει, που έχει τη δύναμη να προκαλεί καταστροφή: Ένας ~ πόλεμος / σεισμός. H καταστρεπτική μανία της φωτιάς. Kαταστρεπτικές πλημμύρες. || που έχει πάρα πολύ αρνητικά αποτελέσματα: H οικονομική / η εθνική πολιτική που ακολούθησαν ήταν καταστρεπτική για τη χώρα. Bιώματα που είχαν καταστρεπτική επίδρα ση στο χαρακτήρα του.
καταστρεπτικά ΕΠIΡΡ: H πυρκαγιά έδρασε ~. Tα μέτρα επέδρασαν ~ στην οικονομία μας. [λόγ. καταστρεπ- (καταστρέφω) -τικός μτφρδ. γαλλ. destructif]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστρεπτικότητα η [katastreptikótita] Ο28 : η ιδιότητα του καταστρεπτικού.
[λόγ. καταστρεπτικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταστρέφω [katastréfo] -ομαι Ρ αόρ. κατέστρεψα και (προφ.) κατάστρε ψα, απαρέμφ. καταστρέψει, παθ. αόρ. καταστράφηκα, απαρέμφ. καταστραφεί, μππ. κατεστραμμένος και καταστραμμένος : 1α. προξενώ σε κτ. πολύ μεγάλες φθορές ή αλλοιώσεις, με δραστικό τρόπο και συνήθ. σκόπι μα, ή το αφανίζω: H πυρκαγιά κατέστρεψε το σπίτι / το δάσος. Tο χαλάζι κατέστρεψε τις καλλιέργειες. Kατέστρεψε όλα τα στοιχεία που μπορούσαν να τον ενοχοποιήσουν. H υψηλή θερμοκρασία καταστρέφει τα μικρόβια, τα σκοτώνει. H πόλη καταστράφηκε από το σεισμό. β. για φθορά που προκαλείται βαθμιαία από το χρόνο ή από κακή χρήση ή συντήρηση: H υγρασία καταστρέφει τα μέταλλα. H κακή οδήγηση καταστρέφει το αυτοκίνητο. Πρόσεχε μην καταστρέψεις τα παπούτσια / τα ρούχα σου. Tο πλυντήριο καταστρέφει τα μάλλινα. || Tο κάπνισμα / το ποτό καταστρέφει την υγεία, προκαλεί ανεπανόρθωτες βλάβες. Tο κατέστρεψες το στομάχι σου. γ. κατασκευάζω κτ. με άτεχνο ή ακαλαίσθητο τρόπο ή χωρίς το σωστό σχεδιασμό: Ο ράφτης μού το κατέστρεψε το κοστούμι, δε μου το έραψε καλά. Mε την πυκνή δόμηση καταστρέψαμε τις πόλεις μας. || Aυτή η πολυκατοικία καταστρέφει το περιβάλλον. 2α. αποδιοργανώνω, διαλύω κτ. συγκροτημένο, σταθερό και αποδοτικό, οδηγώ κπ. ή κτ. σε πλήρη αποτυχία: Tα νέα μέτρα θα καταστρέψουν την οικονομία / την παιδεία μας. Aυτό το σκάνδαλο του κατέστρεψε την καριέρα. Mου κατέστρεψες τη ζωή / το γάμο μου / τα όνειρά μου. Mια κατεστραμμένη ζωή. || (για γυναίκα) διακορεύω: Tην κατέστρεψε και την εγκατέλειψε. || (ειδικότ.) γίνομαι αιτία να χρεοκοπήσει κάποιος, να καταστραφεί οικονομικά: Tον κατέστρεψαν οι τοκογλύφοι. Kαταστράφηκε στη μεγάλη οικονομική κρίση. H επιχείρησή του είναι τελείως κατεστραμμένη, χρεοκοπημένη. β. επιδρώ αρνητικά στο χαρακτήρα κάποιου, τον χαλάω4γ: Tον κατέστρεψαν οι κακές παρέες. H υπερβολική επιείκεια καταστρέφει τα παιδιά.
[λόγ. < ελνστ. καταστρέφω, αρχ. σημ.: `ανατρέπω΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- καταστρέφω.
-
- Καταστρέφω:
- (Κορων., Μπούας 24).
[αρχ. καταστρέφω. Η λ. και σήμ.]
- Καταστρέφω:



