Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταφάσκω [katafásko] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) απαντώ θετικά σε κτ., λέω ναι και με επέκταση, τοποθετούμαι θετικά σε κτ., το αποδέχομαι. ANT αποφάσκω: Kαταφάσκουμε στη ζωή, δεν την αρνιόμαστε όσο σκληρή και αν είναι.
[λόγ. < ελνστ. καταφάσκω]



