Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατατείνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατατείνω [katatíno] Ρ αόρ. κατέτεινα, απαρέμφ. κατατείνει : τείνω προς κτ., έχω την τάση να φτάσω κάπου, αποβλέπω σε κτ.: Όλες οι προσπάθειές μας κατατείνουν στη βελτίωση των συνθηκών ζωής. Ο άνθρωπος κατατείνει στην ηθική τελειότητα.

[λόγ. < ελνστ. κατατείνω, αρχ. σημ.: `τεντώνω΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες