Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κατασταίνω· αόρ. εκατάσθησα· (ε)κατάστησα· (ε)κατέστεσα· εκατέστησα· μτχ. ενεστ. καταστάμενος· καταστούμενος· μτχ. παρκ. καταστεμένος· καταστημένος.
-
- I. Ενεργ.
- Α´ Μτβ.
- 1)
- α) Καθιστώ (με κατηγ.)· καταντώ:
- την εκατεστέσετε κυρίαν όλου του σπιτιού σας (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 418)·
- με καταστέσασι πλια δυστυχή του κόσμου (Λίμπον. 452)·
- β) δημιουργώ (κατάσταση), προκαλώ, προξενώ:
- Εσύ τες εκατέστησες τες ατυχιές ετούτες (Γεωργηλ., Θαν. 591)·
- γ) μεταβάλλω:
- από γυναίκα θεριόν σε κατασταίνει (ενν. ο πόθος) (Πιστ. βοσκ. IV 2, 39).
- α) Καθιστώ (με κατηγ.)· καταντώ:
- 2) Διορίζω κάπ., εγκαθιστώ (σε αξίωμα):
- να καταστήσει πρεσβυτέρους και επισκόπους (Μορεζίν., Λόγ. 468).
- 3) Ιδρύω:
- Ξενιώνα εκατέστησεν ωραία η Μαργαρώνα (Ιμπ. 706).
- 4) Φέρνω σε μια κατάσταση· πείθω:
- να τον καταστήσουν να ποίσει τον πρίντζην και την βουλήν να συγκατεβούν (Μαχ. 39030).
- 5) Διατάζω:
- εκατάστησεν ο άνωθεν Αντώνης τον άνωθεν Τζανίκον να πάγει εις το καστέλλιν (Βουστρ. 20215).
- 6) Κατορθώνω:
- Ο ρήγας εκατάστησε να έλθουν οι δυσικοί απάνω τους Σαρακηνούς (Μαχ. 1161).
- 7)
- α) Ενεργώ:
- πονηρά εκαταστήσαν (Μαχ. 3408)·
- β) κανονίζω, τακτοποιώ, διευθετώ:
- να καταστέσει τα ακατάστατα (Μορεζίν., Λόγ. 468).
- α) Ενεργώ:
- 8) Κυριεύω:
- Αφόν γαρ εκατέστησεν την χώραν Ανδραβίδος (Χρον. Μορ. P 1442).
- 1)
- Β´ (Αμτβ.) εξασθενώ:
- ως μούστος … κρούγω και κατασταίνω (Ch. pop. 36).
- Α´ Μτβ.
- II. Μέσ.
- 1) Γίνομαι, καθίσταμαι:
- κατεστάθη η όψη της ωσάν καναβατσένη (Χούμνου, Κοσμογ. 1142).
- 2) Καταντώ:
- άνοστος κατασταίνεται ο πόθος, σα γεράσει (Ερωτόκρ. Α´ 1730).
- 3) Διορίζομαι, εγκαθίσταμαι, τοποθετούμαι:
- σαν εκαταστάθηκε σ’ αυτήν την δεσποτείαν (Κορων., Μπούας 5).
- 4) Συναινώ, συγκατατίθεμαι:
- εκείνη κατασταίνεται … όποιος την δώσει πλήρωμα εις το σπίτιν της να γνέψει (Σαχλ. N 279).
- 1) Γίνομαι, καθίσταμαι:
- Φρ.
- 1) Κατασταίνω εις φόρον = επιβάλλω φορολογία:
- (Ριμ. Βελ. ρ 253).
- 2) Κατασταίνω χαράν = οργανώνω διασκέδαση:
- (Φλώρ. 137).
- Η μτχ. ενεστ. καταστάμενος ως επίθ. = ηλικιωμένος:
- (Ερωτόκρ. Α´ 85).
- Η μτχ. ενεστ. καταστούμενος ως επίθ. =
- 1) Που αρμόζει, που ταιριάζει:
- δεν είναι καταστούμενο να κάμομε έτσι (Πεντ. Έξ. VIII 22).
- 2) Hλικιωμένος:
- γυναίκα καταστούμενον άλλου καιρού και χρόνου (Λόγ. παρηγ. Ο 607).
- Η μτχ. παρκ. καταστημένος ως επίθ. = καθορισμένος, νόμιμος:
- Ένι καταστημένον με την ασσίζαν των Ιεροσολύμων (Ασσίζ. 42321).
[<αρχ. καθίστημι. Η μτχ. ενεστ. ‑στάμενος και σήμ. ιδιωμ. (Χατζ., Λεξ., Πιτυκ., Παπαχριστ.). Η λ. στο Βλάχ. (‑στέ‑) και σήμ. ιδιωμ. (Πάγκ. Β´, Andr., λ. καθίστημι)]
- I. Ενεργ.