Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κατασκευαστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κατασκευαστικός -ή -ό [kataskevastikós] Ε1 : που έχει σχέση με την κατασκευή ή που ασχολείται με την κατασκευή: Προϊόντα με μεγάλο κατασκευαστικό κόστος. Tο έργο παρουσίασε κατασκευαστικά προβλήματα. Ο ερευνητικός και ~ τομέας μιας βιομηχανίας. Kατασκευαστική εταιρεία. κατασκευαστικά ΕΠIΡΡ: Έργα ~ εύκολα.

[λόγ. < αρχ. κατασκευαστικός `κατάλληλος να παράγει΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες