Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταριθμώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταριθμώ [katariθmó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) μετρώ κτ. με ακρίβεια και το καταγράφω.

[λόγ. < αρχ. καταριθμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες