Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταπτοώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταπτοώ [kataptoó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) κάνω κπ. να χάσει το θάρρος του, τις ψυχικές του δυνάμεις: Δεν καταπτοείται ούτε από εμπόδια ούτε από απειλές. Ένας λαός καταπτοημένος και άβουλος από τη μακροχρόνια καταδυνάστευση.

[λόγ. < ελνστ. καταπτοῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
καταπτοώ.
  • Κάνω κάπ. να δειλιάσει, φοβίζω, κατατρομάζω:
    • κρότοι, κτύποι, απειλαί μην σε καταπτοήσουν (Διγ. Z 2910).

[μτγν. καταπτοέω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες