Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταπροδίδω [kataproδíδo] -ομαι & καταπροδίνω [kataproδíno] -ομαι Ρ (βλ. προδίδω) : προδίδω κτ. ή κπ. απροκάλυπτα και ανενδοίαστα: Kαταπρόδωσαν την πατρίδα και συνεργάστηκαν με τους εχθρούς της. Kαταπροδόθηκε το εργατικό κίνημα από την ηγεσία του. Kαταπρόδωσε τα όνειρα και τους αγώνες μας, τα εγκατέλειψε, αδιαφόρησε εντελώς για αυτά.
[λόγ. < αρχ. καταπροδίδωμι μεταπλ. κατά το δίδωμι > δίδω και κατά το δίδω > δίνω]



