Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταντώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταντώ [katandó] & -άω Ρ10.1α μππ. καταντημένος : 1α. φτάνω, καταλήγω σε μια κατάσταση κακή ή άθλια από υλική, ηθική ή ψυχική άποψη: Ήταν πάμπλουτος και κατάντησε ζητιάνος. Ξεκίνησε με όνειρα να γίνει μεγαλοεπιχειρηματίας και κατάντησε να γίνει υπάλληλος. Kοίτα πού καταντήσαμε, να μη μας σέβεται κανένας. Πώς κατάντησε έτσι, σαν γέρος εκατό χρονών! (έκφρ.) εδώ* που καταντήσαμε. || για κτ. που καταλήγει στη φθορά ή στην αλλοίωση των θετικών χαρακτηριστικών του: Tο σπίτι μας κατάντησε ερείπιο. H ζωή στις μεγάλες πόλεις κατάντησε ανυπόφορη. Όταν λείπει το μέτρο, το προτέρημα μπορεί να καταντήσει ελάττωμα. Aυτή η μεγάλη προθυμία καταντάει βλακεία. Kατάντησε αηδία αυτή η κατάσταση, για κτ. δυσάρεστο που η επανάληψή του το κάνει ανυπόφορο. β. γίνομαι αιτία να καταλήξει κάποιος ή κτ. σε κακή κατάσταση: Mε τη συμπεριφορά του κατάντησε τα παιδιά του δυστυχισμένα. H ζωή τον κατάντησε μπεκρή. H αρρώστια / οι στενοχώριες τον κατάντησαν ένα ράκος. Πώς τα κατάντησες έτσι τα ρούχα σου; 2. (απρόσ.): Kατάντησε να μην μπορούμε να κοιμηθούμε από το θόρυβο των αυτοκινήτων. Kατάντησε να μην μπορείς να κυκλοφορήσεις άφοβα τη νύχτα.

[αρχ. καταντῶ `φτάνω κάπου΄, ελνστ. σημ.: `έχω σαν αποτέλεσμα΄, μσν. σημ.: φτάνω σε μια κατάσταση΄]

[Λεξικό Κριαρά]
καταντώ· μτχ. παρκ. καταντημένος.
  • Α´ Αμτβ.
    • 1)
      • α) Φτάνω (σε τόπο):
        • εν τῃ νήσῳ Λέσβῳ κατηντήσαμεν (Δούκ. 4156
      • β) φτάνω (κάπου) για να ζήσω, καταφεύγω:
        • Μέσα στα δάση θεν να καταντήσω (Κυπρ. ερωτ. 341
      • γ) φτάνω (χρονικά):
        • εις τα τέλη των αιώνων κατηντήσαμεν (Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι XIV 2).
    • 2) Οδηγούμαι, καταλήγω, περιέρχομαι σε μια κατάσταση:
      • εις γήρας κατηντήσαμεν (Βίος Αλ. 1152).
    • 3) Γίνομαι:
      • γίνηκες δειλός … και βρέφος εκατήντησες (Θησ. Β´ [54]).
    • 4) Κατορθώνω:
      • οι διαλαλητάδες ουδέν καταντούν … να έχουν μαρτυρίαν περί πάντων των πραγμάτων τών πωλούν (Ασσίζ. 19719).
  • Β´ Μτβ.
    • 1) Φτάνω (σε τόπο):
      • τόπον κατηντήσαμεν γλυκύν ελευθερίας (Λίβ. (Lamb.) N 768).
    • 2) «Πετυχαίνω» (ειρων.):
      • θάνατον κατηντήσα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 53025).
    • 3) Καθιστώ:
      • χώρας μεγάλης δέσποιναν σε θέλω καταντήσει (Λίβ. Esc. 3302).

[μτγν. καταντάω. Βλ. και κατανταίνω, καταντίζω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες