Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταμεσής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καταμεσής [katamesís] επίρρ. τοπ. : ακριβώς στη μέση: Mην περπατάς ~ του δρόμου, στη μέση του καταστρώματοςII. ~ στον κήπο φύτεψε ένα δέντρο. Στάθηκε ~ στη σκηνή. || (ως χρον. επίρρ.): ~ του καλοκαιριού.

[κατα- μέσ(η) -ής κατά το καταγής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες