Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καταμαγεύω [katamajévo] -ομαι Ρ5.2 : μαγεύω κπ. πάρα πολύ, του προκαλώ πολύ μεγάλο θαυμασμό ή ευχαρίστηση· καταγοητεύω: Tον καταμάγεψε με την ομορφιά της. Έφυγε για την πατρίδα του καταμαγεμένος από τα ελληνικά νησιά.
[λόγ. < ελνστ. καταμαγεύω `ασκώ μαγική επίδραση΄ σημδ. γαλλ. enchanter]



