Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κατακλείδι το [kataklíδi] Ο44 : (λαϊκότρ.) η άρθρωση της κάτω σιαγόνας και με επέκταση, η κάτω σιαγόνα: Tρέμει το ~ του.
[< *κατακλείδιον υποκορ. του ελνστ. κατακλείς (δες κατακλείδα) στη σημ.: `η πρώτη κλείδωση πάνω από τα πλευρά΄]



