Combined Search
1,156 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- κάτα η· κάττα.
-
- 1) Γάτα:
- (Σπανός A 335).
- 2) Ονομασία πολιορκητικής μηχανής:
- (Μαχ. 4846).
[<μεσν. λατ. catta. Βλ. και γάτα. Η λ. σε σχόλ. (L‑S, ‑ττα), στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. γάττα)]
- 1) Γάτα:
- κατά, πρόθ.
-
- 1) Εναντίον:
- (Κορων., Μπούας 84).
- 2) Απέναντι, αντίκρυ:
- (Φυσιολ. B 68).
- 3) (Κάπου) κοντά (σε κ.), σε κάπ. μέρος:
- (Ορνεοσ. αγρ. 5263).
- 4)
- α) Ως προς, σε σχέση με:
- να τον φυλάξει ο Θεός και κατά των εχθρών του (Ιστ. Βλαχ. 480)·
- τιμητική ηυρίσκετον, φρόνιμη κατά πάντα (Χρον. Τόκκων 1128)·
- β) (για όρκο):
- ορκώ σε κατά του Χριστού (Χρον. Μορ. H 7543).
- α) Ως προς, σε σχέση με:
- 5) Διαμέσου:
- Οι πραγματευτάδες οπού υπάσιν κατά της θαλάσσης (Ασσίζ. 5029).
- 6) Κατά τη διάρκεια:
- πότισον αυτόν κατά πρωί (Σταφ., Ιατροσ. 364).
- 7)
- α) Σύμφωνα με, ανάλογα με:
- κατά τον ορισμόν του σουλτάνου εσύναξαν μερικούς (Ιστ. πατρ. 801)·
- ο καθείς απολαμβάνει κατά τα έργα του (Διγ. Άνδρ. 40817)·
- β) όπως:
- έδωκέ τους … εισσοδέματα του πασανού κατά του εφάνην (Μαχ. 2634)·
- γ) όμοια με …:
- κάστρον του ευεργέτησεν κατά κληρονομίας (Χρον. Τόκκων 1591)·
- μέλανες προσεγένοντο κατά την χρόαν λίθων (Βίος Αλ. 4281).
- α) Σύμφωνα με, ανάλογα με:
- Εκφρ.
- 1) Κατά ακρίβειαν = ακριβώς:
- (Έκθ. χρον. 205).
- 2) Κατά αλήθειαν = αληθινά:
- (Κορων., Μπούας 128).
- 3) Κατά πάσαν ανάγκην = αναγκαστικά:
- (Διγ. Άνδρ. 39526).
- 4) Κατά βίας = βίαια:
- (Βακτ. αρχιερ. 154).
- 5) Καθ’ εαυτόν = μέσα μου (σου …):
- (Διγ. Gr. 3406).
- 6) Κατ’ έπος = με λόγια:
- (Διγ. Gr. 1845).
- 7) Κατ’ ιδίαν, κατ’ ιδίας = ιδιαιτέρως, χωριστά:
- (Διγ. Z 1762), (Χρον. Μορ. H 6352).
- 8) Κατά καιρόν = πότε πότε, κατά εποχές:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1923).
- 9) Κατά λόγον = λέξη προς λέξη:
- (Λίβ. Sc. 474).
- 10) Κατά μέρη = ένα κομμάτι κάθε φορά:
- (Ιερακοσ. 4429).
- 11) Κατά μέρος = ένα προς ένα, λεπτομερειακά:
- (Καλλίμ. 645).
- 12) Κατά νουν = στο μυαλό κάπ.:
- (Σπαν. A 13).
- 13) Κατ’ όνομαν = ονομαστικά:
- (Ασσίζ. 21921).
- 14) Κατά τέχνην = (πιθ.) με μαγικό τρόπο:
- (Βίος Αλ. 538).
- 15) Κατά της ώρας, κατά την ώραν =
- (α) αμέσως, εκείνη τη στιγμή:
- (Ιστ. Βλαχ. 786, 406)·
- (β) στην ώρα, ακριβώς:
- (Ερωτοπ. 617)·
- (γ) κάθε στιγμή:
- (Διακρούσ. 762).
[αρχ. πρόθ. κατά. Η λ. και σήμ.]
- 1) Εναντίον:
- κατά 1 [kata & katá] πρόθ.· παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν και τρέπει το [t] σε [θ] όταν η επόμενη λέξη άρχιζε από δασυνόμενο φωνήεν : συντάσσεται: I. με αιτιατική και δηλώνει: 1. τόπο: α. κατεύθυνση· προς: Bάδιζαν ~ το νότο. Tα παράθυρά τους βλέπουν ~ τη θάλασσα. || με τοπικό επίρρημα: ~ πού πηγαίνεις; Έτρεχε ~ κει. (έκφρ.) ~ πρόσωπο*. β. προσέγγιση· κάπου, κοντά σ΄ ένα μέρος: Kάθεται ~ την Kαλαμαριά. Συναντήθηκαν ~ το δάσος. Tον ρωτούσε ~ πού πέρασε τη ζωή του, σε ποια μέρη. ΦΡ παίρνω ~ μέρος* κπ. αφήνω / βάζω ~ μέρος*. γ. (λόγ.) έκταση: Tοποθετούνται ελάσματα ~ τον άξονα / το ύψος, σε όλο το μήκος του άξονα, σε όλο το ύψος. 2. χρόνο: α. προσέγγιση: Θα ιδωθούμε ~ το βραδάκι, γύρω στο βραδάκι. Θα φύγει ~ το Πάσχα, περίπου το Πάσχα, κοντά στο Πάσχα. Ξεκίνησαν ~ τα χαράματα. β. διάρκεια: ~ την ομιλία / ~ τη διάρκεια της ομιλίας. ~ την εποχή εκείνη. ~ το παρελθόν. ~ την περιστροφή ενός σώματος αναπτύσσονται δύο αντίρροπες δυνάμεις, όταν περιστρέφεται ή κατά τη διάρκεια της περιστροφής. γ. χρονική στιγμή· σε: ~ τη σύγκρουση σκοτώθηκαν ο οδηγός και οι δύο επιβάτες. (έκφρ.) κατ΄ αρχάς*. κατ΄ αρχήν*. ΦΡ ~ φωνή* (κι ο γάιδαρος / και το πουλί). δ. επανάληψη· συνήθ. σε στερεότυπες εκφράσεις κατ΄ έτος*. ~ καιρούς* / διαστήματα* / περιόδους*. 3α. συμφωνία, σχέση: ~ το νόμο δε δικαιούται άδεια, σύμφωνα με. ~ τη γνώμη μου δεν έχει δίκιο. ~ τον Πλάτωνα / τον Aριστοτέλη / τον Kαντ. || (επιρρ. έκφρ.) ~ πώς / πού, σύμφωνα με, όπως, καθώς: ~ πώς είπε, έτσι κι έκανε. ~ πώς λέει κι ο ποιητής. ~ πού πουλείς, θα αγοράζεις. || σε λόγιες εκφορές ή εκφράσεις: ~ κοινή / γενική ομολογία*. ~ πάσα πιθανότητα*. ~ τα φαινόμενα*. β. αναλογία: ~ τον καιρό που θα κάνει, θα ξεκινήσουμε, ανάλογα με το τι καιρό θα κάνει. Tα λόγια έχουν αξία ~ τους ανθρώπους που τα λένε, ανάλογα με το ποιοι τα λένε. Ενεργεί ~ τα κέφια του, ανάλογα με τη διάθεσή του. || χωρίς άρθρο: Οι τιμές παίζουν ~ μέγεθος, ανάλογα με το μέγεθος. H τέχνη αλλάζει ~ εποχές. (έκφρ.) ~ κεφαλήν*. γ. ομοιότητα. ΠAΡ ΦΡ ~ μάνα* και πατέρα ή ~ μάνα ~ κύρη, ~ γιο και θυγατέρα. ~ το μαστρο-Γιάννη και τα κοπέλια* του. 4α. τρόπο: Tο πρόβλημα μπορεί να λυθεί ~ τρεις τρόπους, με. || συνήθ. σε στερεότυπες, συχνά λόγιες, φράσεις και εκφράσεις που ισοδυναμούν με επίρρημα ή επιρρηματική φράση: ~ λάθος*. ~ τύ χη(ν)*. κατ΄ ανάγκη*. κατ΄ εξακολούθησιν*. ~ συνθήκη(ν)*. ~ κύριο* λόγο. κατ΄ εκλογή*. κατ΄ αρχαιότητα*. κατ΄ αυτή την έννοια*. ~ κράτος*. ~ κόρον*. ~ σύμπτωση*. κατ΄ επανάληψη*. ~ συνέπεια(ν)*. ~ γράμμα*. καθ΄ ολοκληρία(ν)*. καθ΄ εκάστην*. καθ΄ υπερβολήν*. καθ΄ έξιν*. ~ λέ ξη*. κατ΄ επέκταση*. κατ΄ ιδίαν*. κατ΄ αποκοπή(ν)*. κατ΄ αποκλειστικότητα*. κατ΄ εξοχήν*. β. επιμερισμό, διανομή· (πρβ. ανά): Παρατάχτηκαν ~ εξάδες. Προχωρούσαν ~ ομάδες / παρέες. ΦΡ ~ τόπους*. ο ~ τόπους*. 5. αναφορά· ως προς: Οι προτάσεις στη λογική διαιρούνται ~ το ποσόν και ~ το ποιόν. Διαφέρουν ~ το μέγεθος / ύψος / πλάτος. || (έκφρ.) ~ τα άλλα*. ~ βάθος*. 6. μέτρο διαφοράς: Είμαι ~ πέντε χρόνια μικρότερή του. Aκρίβυναν τα εισιτήρια ~ είκοσι δραχμές. Aναρωτιέται ~ πόσο είχαν δίκιο. H υγεία ~ ένα μεγάλο ποσοστό εξαρτάται από την καλή διατροφή. (έκφρ.) ~ τι, λίγο: Είναι ~ τι ψηλότερος από τον αδελφό του. II. με γενική και δηλώνει κατεύθυνση σε ΦΡ κτ. πάει ~ διαόλου* / κατ΄ ανέμου*.
[I1α, β, I2α, I3β, γ: αρχ. κατά· I1γ, I2β-δ, I4-6: λόγ. < αρχ. κατά· I3α: & λόγ. < αρχ. κατά· II: αρχ. κατά]
- κατά 2 [katá] πρόθ. : 1. συντάσσεται με γενική και δηλώνει το συγκεκριμένο πράγμα ή πρόσωπο προς το οποίο κατευθύνεται μια εχθρική πράξη· εναντίον1: Είναι ~ του πολέμου. Ήταν πάντα ~ των φυλετικών διακρίσεων. Ο πόλεμος ~ των Περσών. 2. (ως επίρρ.) εναντίον2: Πέντε είναι υπέρ και δύο ~. Ψήφισαν όλοι ~. 3. (ως ουσ.) τα κατά, τα μείον, τα μειονεκτήματα: Πολλά είναι τα υπέρ και τα ~.
[λόγ.: 1: αρχ. κατά· 2, 3: λόγ. σημδ. γαλλ. contre]
- κατα- [kata] & κατ- [kat] ή καθ- [kaθ], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή, πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & κατά- [katá] ή κάτ- [kát] ή κάθ- [káθ], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα το οποίο: I. συνήθ. δηλώνει: 1. τόπο, με την έννοια: α. κάτω, προς τα κάτω. ANT ανα- 2: καταδύομαι· κάθοδος, κατάβαση, κατάδυση, καταρροή· καθοδικός. || (μτφ.) για δήλωση ηρεμίας, ανακούφισης: κατακάθομαι, κατα πραΰνω· καταπραϋντικός. β. κάπου, σ΄ ένα σημείο του χώρου: καταστρα τοπεδεύω. 2. επιτείνει την έννοια της πρωτότυπης λέξης. α. δηλώνει ότι γίνεται ή ισχύει σε μεγάλο βαθμό αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη· (πρβ. θεο-, ολο-): καταγοητεύω, καταϊδρώνω, κατακοκκινίζω, κατατρομάζω, καταχειροκροτώ· καταγάλανος, κατάξανθος, ολόξανθος· κατάξε ρος· κατάστεγνος, θεόστεγνος· κατάκαρδα, καταμεσής. || (σε ρήματα και ρηματικά παράγωγα) με επέκταση έχει την έννοια της φθοράς: κατασπα ταλώ, κατάχρηση. β. δηλώνει το μέσο της χρονικής περιόδου που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη, το διάστημα που τα χαρακτηριστικά της είναι πο λύ έντονα· (πρβ. μεσο-
11α): κατακαλόκαιρο, καταμεσήμερο, καταχείμωνο, στην καρδιά του καλοκαιριού κτλ. 3. εναντιότητα ή εχθρότητα: καταδικάζω, καταδιώκω, κατακρίνω, καταπολεμώ, καταψηφίζω· καταδίκη, κατάκριση· καταδικαστικός. || έννοια βίας, πίεσης: καταναγκάζω, καταπιέζω· καταναγκασμός, καταπίεση. 4. κατάταξη, ξεχώρισμα: καταγρά φω, καταμετρώ, κατατάσσω· κατάλογος, καταμέτρηση, καταχώριση. || διανομή, τεμαχισμό: κατανέμω· κατανομή. 5. (σε ρήματα και ρηματικά παράγωγα) εκτέλεση μιας διαδικασίας: κατεργάζομαι· κατεργασμένος· κατεργασία. II. σε πολλές λέξεις δεν είναι για τα νέα ελληνικά εμφανής η παραγωγή: κάτεργο. [I2: αρχ. κατα- < πρόθ. κατά ως α' συνθ., παραγωγικό ρημάτων και ονομάτων: αρχ. κατα-καίω, ελνστ. κατά-κοπος, μσν. κατα-ζαρωμένος· I1, 3-5, II: λόγ. < αρχ. κατ(α)-: αρχ. κατα-βαίνω (δες κατεβαίνω), ελνστ. κατα-δίκη, κατά-λογος (αρχ. σημ.: `εγγραφή΄), αρχ. κατ-εργάζομαι & διεθ. kat(a)- < αρχ. κατ(α)-: κατ-ιόν < αγγλ. cation· λόγ. < αρχ. καθ- < κατ(α)- πριν από το σύμφ. [h] : αρχ. κάθ-οδος]
- κατάβα το· κατάβαν· κατέβα.
-
- Κατέβασμα:
- Τούτο το ανάβα το γοργόν έχει και οξύν κατάβαν (Γλυκά, Στ. 363).
[β´ πρόσ. εν. προστ. αορ. του καταβαίνω ως ουσ. Ο τ. ‑τέ‑ και σήμ. κυπρ. H λ. το 10. αι. (Soph.)]
- Κατέβασμα:
- κατάβαθα τα [katávaθa] Ο (μόνο στην ονομ. και αιτ.) : για κτ. που βρίσκεται πολύ βαθιά, συνήθ.: Tα ~ της γης, τα έγκατα: Θησαυροί θαμμένοι στα ~ της γης. || (μτφ.): Tα ~ (της ψυχής / της καρδιάς), τα μύχια: Σου εύχομαι από τα ~ της ψυχής μου. Tον λυπάμαι ως τα κατάβαθά μου.
[κατα- βάθ(ος) -α, πληθ. του -ο]
- καταβαθμός ο [katavaθmós] Ο17 : (λόγ.) κατηφορική δίοδος. || (ναυτ.) σκάλα.
[λόγ. < αρχ. καταβαθμός `απότομος κατήφορος΄]
- καταβάλλω.
-
- I. Ενεργ.
- 1)
- α) Ρίχνω:
- (Φυσιολ. 35024)·
- β) παραδίδω:
- Αδύνατον εις δυνατού χείρας μη καταβάλλεις (Σπαν. O 127)·
- γ) κατεβάζω χαμηλά:
- αυτούς ούς προβιβάζει δε (ενν. η τύχη) τάχιστα καταβάλλει (Βίος Αλ. 3898)·
- δ) φρ. καταβάλλω κάπ. εις οργήν = εξοργίζω κάπ.:
- (Πτωχολ. α 732).
- α) Ρίχνω:
- 2)
- α) Νικώ, υπερνικώ, ταπεινώνω:
- ο θάνατος τα πάντα καταβάλλει (Αχιλλ. N 1820)·
- η σοφία σου γαρ πάντας καταβάλλει γουν φρονίμους (Ερμον. Α 291)·
- β) εξευτελίζω, προσβάλλω:
- (Διήγ. παιδ. 464), (Αλεξ. 664).
- α) Νικώ, υπερνικώ, ταπεινώνω:
- 3) Παραμερίζω, παραγκωνίζω:
- (Ιστ. Βλαχ. 1342).
- 4) Κατηγορώ, διαβάλλω:
- να σου καταβάλω άδικα την καλήν σου γυναίκα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 426).
- 1)
- II. (Μέσ.) ταπεινώνομαι:
- (Χριστ. διδασκ. 367).
[αρχ. καταβάλλω. Η λ. και σήμ.]
- I. Ενεργ.
- καταβάλλω 1 [kataválo] -ομαι Ρ πρτ. κατέβαλλα, αόρ. κατέβαλα, απαρέμφ. καταβάλει, παθ. αόρ. καταβλήθηκα, γ' πρόσ. (λόγ., σπάν.) και κατεβλήθη, κατεβλήθησαν, απαρέμφ. καταβληθεί, μππ. καταβεβλημένος* και (σπάν.) καταβλημένος : 1. νικώ, εξουδετερώνω κπ.: Kατόρθωσαν να καταβά λουν τις δυνάμεις του εχθρού. 2. εξαντλώ τις σωματικές ή ψυχικές δυνάμεις κάποιου: H πολύμηνη αρρώστια τον έχει καταβάλει πολύ. Tελευταία καταβλήθηκε πολύ, φαίνεται σαν γέρος. H δυστυχία καταβάλλει τον άνθρωπο.
[λόγ. < αρχ. καταβάλλω & σημδ. γαλλ. accabler]