Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρτ
47 εγγραφές [21 - 30]
[Λεξικό Κριαρά]
καρτερίζω.
  • Περιμένω:
    • (Κυπρ. ερωτ. 10311).

[<αόρ. του καρτερώ]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτερικός, επίθ.
  • 1) Υπομονετικός, θαρραλέος:
    • (Βίος Αλ. 2195).
  • 2) Aνεκτικός, υπομονετικός:
    • πάντα οπού αγαπά … να ’ναι πολλά καρτερικός (Ερωτοπ. 688).

[αρχ. επίθ. καρτερικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρτερικός -ή -ό [karterikós] Ε1 : που αντιμετωπίζει τις δυστυχίες και τις δυσκολίες με καρτερία, που τις δέχεται χωρίς να αδημονεί ή να δυσανασχετεί. καρτερικά ΕΠIΡΡ: Περίμενε ~ χρόνια ολόκληρα το γυρισμό του γιου του. Δέχτηκε ~ τη διάψευση των ελπίδων του.

[αρχ. καρτερικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρτερικότητα η [karterikótita] Ο28 : η ιδιότητα του καρτερικού, η καρτερία: Έδειξε αξιοθαύμαστη ~ και αντοχή.

[λόγ. καρτερικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτεροκάρδιος, επίθ.
  • Γενναιόψυχος:
    • του καρτεροκαρδίου Αχιλλέως (Τρωικά 52714).

[<επίθ. καρτερός + ουσ. καρδία. Η λ. και στο Μανασσή]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτερόψυχος, επίθ.
  • Γενναιόψυχος:
    • ω Αχιλλεύ … καρτερόψυχε (Τρωικά 53215).

[<επίθ. καρτερός + ουσ. ψυχή. Η λ. τον 4. αι.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρτερώ [karteró] & -άω Ρ10.11α : (λαϊκότρ., λογοτ.) περιμένω: Xρόνια και χρόνια τον καρτερούσε. ΠAΡ Kάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρει, πρέπει να αρκείται κανείς στο σχετικά μικρό αλλά σίγουρο κέρδος ή όφελος και να μη ζητά το μεγαλύτερο που είναι όμως αβέβαιο. (Γιάννη γύρευε) και Nικολό καρτέρει, για κτ. που αργεί να γίνει, να πραγματοποιηθεί.

[αρχ. καρτερῶ `υπομένω, αντέχω΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]

[Λεξικό Κριαρά]
καρτερώ· ακαρτερώ· αόρ. ακαρτέρεσα· ακαρτέρησα· (ε)καρτέρεσα· (ε)καρτέρησα.
  • Α´ Μτβ.
    • 1) Υπομένω:
      • μη δυνηθείς καρτερέσαι την χηρείαν έλαβεν δεύτερον συνοικέσιον (Ελλην. νόμ. 57212).
    • 2) Περιμένω:
      • τονε καρτερώ μέσα στην κάμερά μου (Ερωφ. Β´ 182).
    • 3) Αποζητώ:
      • τα πάθη καρτερούν την αρετήν τ’ αθρώπου (Φαλιέρ., Ρίμ. 285).
    • 4) Προσδοκώ, ελπίζω:
      • ακαρτερώ απ’ εσένα βοήθεια (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1203]).
    • 5)
      • α) Παραμονεύω:
        • εκαρτερούσανε (ενν. οι Τούρκοι) μονάχας για να βγούσι και τότες όλοι οι χριστιανοί έπρεπεν να κοπούσι (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5251
      • β) περιμένω απειλητικά, εποφθαλμιώ:
        • ο Χάρων … καρτερεί τα τρυφερά μου κάλλη (Αχιλλ. N 1619).
    • 6) Αντιστέκομαι (σε κάπ.):
      • Ο … Μερκούριος ως λέων θυμωμένος … μέσα στην μέσην όρμησε κι ουδείς τον εκαρτέρε (Κορων., Μπούας 80).
    • 7) Θεωρώ αναπόφευκτο, μοιραίο:
      • καρτερώ το τέλος μου (Πανώρ. Α´ 117).
  • Β´ Αμτβ.
    • 1) Εγκαρτερώ, μένω σταθερός:
      • Έχε τον νουν σου εις την διδασκαλίαν και καρτέρει εις αυτά (Χριστ. διδασκ. 402).
    • 2) Κάνω υπομονή:
      • είτι σε ειπεί, καρτέρησε και μακροθύμησέ του (Σπαν. A 241).
    • 3) Περιμένω, προσμένω:
      • να καρτερέσεις, λυγερή, γλυκιά να σε συντύχω (Ερωτοπ. 150).
    • 4)
      • α) Μένω (κοντά σε κάπ.):
        • Καρτέρησε γουν μετ’ εμού και κάστρα να σοι δώσω (Κορων., Μπούας 65
      • β) βρίσκομαι κάπου, υφίσταμαι:
        • όλα του τα καρπίσματα αρχίζουν να φυρούσι, εκ τους σωρούς του χάνουνται και δεν ακαρτερούσι (Χούμνου, Κοσμογ. 180).
    • 5) Χρονοτριβώ, καθυστερώ:
      • μην ακαρτερείς, ώρά ’ναι να διαβαίνεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [515]).
    • 6) Σταματώ, στέκομαι, δεν προχωρώ:
      • Αυτός δε εκαρτέρησε κι εμπρός ουδέν εσύρθη (Κορων., Μπούας 121).
    • 7) (Τριτοπρόσ.) ανήκει κ. σε κάπ. (από κληρονομιά):
      • κεινού ακαρτερεί η χώρα εκ της μάννας (Κορων., Μπούας 128).
    • 8) (Aπρόσ.) είναι αναμενόμενο:
      • όσον πλέον γερούμεν τόσο πλέον μανθάνομεν εις όσο ακαρτερεί εις τα ανθρώπινα (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 35v).
  • Φρ.
  • 1) Για σένα καρτερώ = είμαι στη διάθεσή σου:
    • (Φαλιέρ., Ιστ. 334).
  • 2) Δεν καρτερεί η ώρα = δεν υπάρχει πια καιρός:
    • (Ιστ. Βλαχ. 998).
  • Η προστ. του ενεστ. καρτέρει =
    • 1) Για να δηλωθεί πιθ. απειλή:
      • οι Τούρκοι ρίχναν τ’ άρματα κι ελέγανε: «Καρτέρει» (Τζάνε, Κρ. πόλ. 24516).
    • 2) (Με το ά. το) αναβολή:
      • τι με τυραννείς, κυρά, με την γλυκειά σου αγάπην, με το αύριον, με το σήμερον, με το «καρτέρει, αυθέντη»; (Ερωτοπ. 314).
  • [αρχ. καρτερέω. Η λ. και σήμ.]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    καρτεσιανισμός ο [kartesianizmós] Ο17 : το φιλοσοφικό σύστημα που διατύπωσε ο Kαρτέσιος.

    [λόγ. < γαλλ. cartésianisme < cartésien = καρτεσιαν(ός) -isme = -ισμός]

    [Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
    καρτεσιανός -ή -ό [kartesianós] Ε1 : που έχει σχέση με τον Kαρτέσιο ή με τη διδασκαλία του: Kαρτεσιανή φιλοσοφία. Kαρτεσιανό πνεύμα, που το χαρακτηρίζει η μεθοδικότητα και η λογική καθαρότητα. (μαθημ.) καρτεσιανές συντεταγμένες. || (ως ουσ.) ο καρτεσιανός, αυτός που ακολουθεί το φιλοσοφικό σύστημα του Kαρτεσίου: Ο Σπινόζα, ένας γνωστός ~.

    [λόγ. < γαλλ. cartésien < λατ. όν. Cartesius του Descartes (-ien = -ιανός)]

    < Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5   Επόμενο >
    Μετάβαση στη σελίδα:Βρες