Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καρκινογόνος -ος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καρκινογόνος -ος / -α -ο [karkinoγónos] Ε14 : που προκαλεί ή που ευνοεί την εμφάνιση του καρκίνου 1: Kαρκινογόνες ουσίες. || (ως ουσ.) το καρκινογόνο, καρκινογόνος ουσία: Για τη συντήρηση πολλών τροφίμων χρησιμοποιούνται διάφορα καρκινογόνα.

[λόγ. καρκίν(ος) 1 -ο- + -γόνος μτφρδ. διεθ. cancero- + -genic]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες