Παράλληλη αναζήτηση
| 347 εγγραφές [291 - 300] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καλότυχος, επίθ.
-
- Που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος:
- καλότυχος είμαι οπού έχω τέτοιον υιόν (Διγ. Άνδρ. 34629).
[<επίθ. καλός + ουσ. τύχη. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]
- Που έχει καλή τύχη, ευτυχισμένος:
- καλότυχος -η -ο [kalótixos] Ε5 : που έχει καλή τύχη, που του συμβαίνουν γεγονότα ευχάριστα και εκπληρώνονται οι επιθυμίες του. ANT κακότυχος: Kαλότυχοι όσοι δε γνώρισαν τον πόλεμο. Nα ΄ναι καλότυχο το παιδί. (ειρ., για κάποια ατυχία): Ποιος είναι αυτός ο ~ που έχασε την περιουσία του; || Kαλότυχη πατρίδα!
[μσν. καλότυχος < καλο- + τύχ(η) -ος]
- καλού θετού, επίρρ.
-
- Καλά καλά, αρκετά, ικανοποιητικά:
- (Φορτουν. Β´ 297).
[συνεκφ. των επιθ. καλός + θετός στη γεν. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]
- Καλά καλά, αρκετά, ικανοποιητικά:
- καλού κακού [kalú kakú] (άκλ., ως επίρρ.) : για κάθε ενδεχόμενο, καλό ή κακό· ΣYN έκφρ. για καλό και για κακό: ~ πάρε μαζί σου μια ομπρέλα, μήπως βρέξει. ~ μη μιλήσεις εσύ, γιατί μπορεί να θυμώσει.
[γεν. των επιθ. καλός - κακός]
- καλούγρια η,
- βλ. καλογραία.
- καλούδι το [kalúδi] Ο44 (συνήθ. πληθ.) : (λαϊκότρ.) χαρακτηρισμός δώρων ή γλυκισμάτων που προσφέρονται συνήθ. σε παιδιά: Ο πατέρας ήρθε φορτωμένος με καλούδια.
[καλ(ό) -ούδι]
- καλούλης -α -ικο / -ι [kalúlis] Ε9 ουδ. και Ο44α : (οικ.) που είναι χαριτωμένος, συμπαθητικός: Kαλούλι σκυλάκι.
[καλ(ός) -ούλης]
- καλουμάρισμα το [kalumárizma] Ο49 : (ναυτ.) η ενέργεια του καλουμάρω.
[καλουμαρισ- (καλουμάρω) -μα]
- καλουμάρω [kalumáro] Ρ6α μππ. καλουμαρισμένος : (ναυτ.) χαλαρώνω το σκοινί ή την αλυσίδα της άγκυρας.
[αντδ. < ιταλ. calumar(e) ή βεν. calomar -ω `ξετυλίγω και δένω σκοινί από το καράβι στο μόλο για να το αράξω΄ < υστλατ. *chalaumare < αρχ. χαλῶ `χαλαρώνω΄ (δες και καλούμπα, καλάρω, χαλώ)]
- καλούμπα η [kalúmba] & καλούμα η [kalúma] Ο25 : ο σπάγγος του χαρταετού, που είναι τυλιγμένος σε ένα κυλινδρικό κομμάτι ξύλου: Aμολάω την ~, ξετυλίγω σιγά σιγά το σπάγγο για να σηκωθεί ο χαρταετός: Aμόλα ~, προτροπή σε κπ. που πετάει αετό και ως ΦΡ για να παρακινήσουμε κπ. να συνεχίσει κτ. που άρχισε. || (παρωχ., ναυτ.) σκοινί.
[αντδ. < ιταλ. ή βεν. caloma, caluma `επιβράδυνση του καραβιού με δέσιμο σκοινιού΄ (δες στο καλουμάρω) < υστλατ. *calauma < *chalagma < ελνστ. χάλασμα `χαλάρωμα΄ (δες και καλουμάρω, καλάρω, χαλώ) ( [m > b] ανάμεσα σε φων. ύστερα από [l] )]



