Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλό
347 εγγραφές [281 - 290]
[Λεξικό Κριαρά]
καλότριχος, επίθ.
  • Που έχει ωραία μαλλιά:
    • κόρην καλότριχον (Παράφρ. Xων. 779).

[<επίθ. καλός + ουσ. τρίχα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλότροπος -η -ο [kalótropos] Ε5 : που συμπεριφέρεται με καλό, ευγενικό τρόπο. ANT κακότροπος. καλότροπα ΕΠIΡΡ.

[ελνστ. ή μσν. καλότροπος < καλο- + τρόπ(ος) -ος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοτρώω [kalotróo] Ρ αόρ. καλόφαγα και καλοέφαγα, απαρέμφ. καλοφάει, μππ. καλοφαγωμένος : τρώω άφθονη και καλής ποιότητας τροφή. || (μππ.) που έχει φάει καλά.

[καλο- + τρώω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοτυπώνω [kalotipóno] -ομαι Ρ1 : (συνήθ. στη μππ.) για έντυπο που έχει τυπωθεί καλά, χωρίς ατέλειες.

[λόγ. καλο- + τυπώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
καλότυχα, επίρρ.
  • Ευτυχισμένα:
    • να ζήσεις και να πεθάνεις καλότυχα (Χριστ. διδασκ. 175).

[<επίθ. καλότυχος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοτυχία η [kalotixía] Ο25 : καλή τύχη, κατάσταση κατά την οποία όλα εξελίσσονται ευνοϊκά για κπ., σύμφωνα με τις επιθυμίες του. ANT κακοτυχία.

[λόγ. επίδρ. στο καλοτυχιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοτυχιά η [kalotixá] Ο24 : (λαϊκότρ.) καλοτυχία.

[καλότυχ(ος) -ιά κατά το αντ. κακοτυχιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοτυχίζω [kalotixízo] Ρ2.1α : θεωρώ κπ. ευτυχή, εκφράζω τη γνώμη ότι έχει ευνοηθεί από την τύχη και ενδόμυχα ζηλεύω την τύχη του: Όλοι τον καλοτυχίζουν, γιατί έχει καλά παιδιά. Σε ~ που θα γυρίσεις στην πατρίδα.

[μσν. καλοτυχίζω < καλότυχ(ος) -ίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοτυχίζω.
  • Αποκαλώ κάπ. καλότυχο, ευτυχισμένο, μακαρίζω κάπ.:
    • (Χριστ. διδασκ. 115).

[<επίθ. καλότυχος + κατάλ. ίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοτύχισμα το [kalotíxizma] Ο49 : η ενέργεια του καλοτυχίζω, το να θεωρώ κπ. ευτυχισμένο, ευνοημένο από την τύχη.

[καλοτυχισ- (καλοτυχίζω) -μα]

< Προηγούμενο   1... 27 28 [29] 30 31 ...35   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες