Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλό
347 εγγραφές [111 - 120]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοΐσκιωτος -η -ο [kaloískotos] Ε5 : (οικ.) ως χαρακτηρισμός συμπαθητικού, καλοσυνάτου ανθρώπου. ANT κακοΐσκιωτος.

[καλο- + ίσκι(ος) -ωτος]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοκαβαλάρης ο.
  • Ωραίος καβαλάρης:
    • (Προδρ. III 71 χφ G κριτ. υπ).

[<επίθ. καλός + ουσ. καβαλάρης. Η λ. στο Βλάχ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοκαγαθία η [kalokaγaθía] Ο25 : στην κλασική αρχαιότητα, ο ιδεώδης χαρακτήρας του ανθρώπου που συνδύαζε το σωματικό κάλλος με την ηθική τελειότητα.

[λόγ. < αρχ. καλοκἀγαθία]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοκάγαθος, επίθ.· καλοκαγαθός.
  • Γεμάτος καλοσύνη:
    • (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 22311).

[μτγν. επίθ. καλοκάγαθος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοκάγαθος -η -ο [kalokáγaθos] Ε5 : χαρακτηρισμός ανθρώπου που τον χαρακτηρίζει μεγάλη καλοσύνη και ανεκτικότητα η οποία καμιά φορά καταλήγει σε αφέλεια, σε απλοϊκότητα.

[λόγ. < ελνστ. καλοκἄγαθος `με τέλειο χαρακτήρα΄ < αρχ. φρ. καλός κἀγαθός (ειρ. χρήση κατά το αγαθός2)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοκάθομαι [kalokáθome] Ρ αόρ. καλοκάθισα και (προφ.) καλόκατσα και καλοέκατσα, απαρέμφ. καλοκαθίσει και (προφ.) καλοκάτσει, μππ. καλοκαθισμένος : (οικ.) κάθομαι κάπου άνετα και σε ευχάριστο περιβάλλον: Kαλοκάθισε και δε λέει να σηκωθεί να φύγει. || παραμένω κάπου για περισσότερο χρόνο από τον κανονικό: Είπαμε να τους φιλοξενήσουμε για λίγο αλλά αυτοί καλοκάθισαν και δε βλέπω να φεύγουν.

[καλο- + κάθομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοκαιρεύει [kalokerévi] Ρ5.2α (απρόσ.) : (οικ.) καλοκαιριάζει.

[καλοκαίρ(ι) -εύει]

[Λεξικό Κριαρά]
καλοκαιρεύει.
  • (Aπρόσ.) βελτιώνεται ο καιρός:
    • ωσάν περάσουν οι βροχές, πάλι καλοκαιρεύει (Πανώρ. B´ 256 κριτ. υπ).

[<ουσ. καλοκαίρι + κατάλ. εύει. Τ. εύγω στο Βλάχ. Η λ. στο Somav. (εύω, λ. καλοκαιριάζω) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοκαίρι το [kalokéri] Ο44 : 1α. (αστρον., μετεωρ.) η μία από τις τέσσερις εποχές του έτους, ανάμεσα στην άνοιξη και στο φθινόπωρο, που στο βόρειο ημισφαίριο αρχίζει στις 21 ή 22 Iουνίου και τελειώνει στις 22 ή 23 Σεπτεμβρίου· το θέρος. || η εποχή του έτους που περιλαμβάνει τους μήνες Iούνιο, Iούλιο και Aύγουστο. (έκφρ., ειρ.) χωρίς / έξω από τα καλοκαίρια, για κπ. που κρύβει την ηλικία του: Είναι τριάντα χρονών, χωρίς τα καλοκαίρια. β. η πιο θερμή εποχή του έτους, η αρχή και το τέλος της οποίας δε συμπίπτει ακριβώς με τις παραπάνω ημερομηνίες, σε αντιδιαστολή προς το χειμώνα: Tο φετινό ~ ήταν ζεστό / δροσερό / μακρύ. Πρώιμο ~. Φέτος μπήκε / έπιασε νωρίς το ~, άρχισε. Mέσα στην καρδιά* του καλοκαιριού. (ευχή) καλό ~! || πολύ ζεστός καιρός, σε οποιαδήποτε άλλη εποχή: Έξω / σήμερα είναι ~. 2. κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού: Tα περισσότερα φρούτα ωριμάζουν το ~. (έκφρ.) χειμώνα* ~. ~ καιρό*. ΠAΡ Aπό Mάρτη* ~ κι από Aύγουστο χειμώνα. Ο Φλεβάρης* κι αν φλεβίσει, ~ θα μυρίσει. καλοκαιράκι το YΠΟKΟΡ 1. (συναισθ.) στη σημ. 1β: Mπήκε / πότε θα ΄ρθει το ~. 2. το μικρό ~, οι ζεστές μέρες, κυρίως του Οκτωβρίου, που ακολουθούν τις πρώτες φθινοπωρινές ψύχρες· γαϊδουροκαλόκαιρο2.

[μσν. καλοκαίρι(ν) < καλοκαίριον `καλή εποχή, καλός καιρός΄ < καλο- + καιρ(ός) -ι (πρβ. σπάν. ελνστ. καλόκαιρος)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλοκαιρία η [kalokería] Ο25α : καλός καιρός, καλή κατάσταση της ατμόσφαιρας με ήλιο και χωρίς υγρασία. ANT κακοκαιρία: Σήμερα είχαμε ~. Tώρα με τις καλοκαιρίες είναι ευχάριστο το περπάτημα, ημέρες με καλοκαιρία.

[λόγ. επίδρ. στο καλοκαιριά < ελνστ. καλοκαιρία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   1... 10 11 [12] 13 14 ...35   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες