Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καλαμπούρι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμπούρι το [kalabúri] Ο44 : αστείο που γίνεται με λογοπαίγνιο και με επέκταση, κάθε λεκτικό αστείο: Tου αρέσει να λέει / να κάνει καλαμπούρια. Xτες έγινε μεγάλο ~, σε συντροφιά, διασκεδάσαμε και είπαμε πολλά αστεία. ~ μου κάνεις τώρα;, όταν μου λένε κτ. που δεν μπορώ να το πιστέψω.

[γαλλ. calembour ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
καλαμπουρίζω [kalaburízo] Ρ2.1α : λέω καλαμπούρια, αστεία. || (έκφρ.) το ~, συζητώ με συντροφιά, σε εύθυμο τόνο, θέματα όχι σοβαρά: Xτες το καλαμπουρίσαμε λιγάκι.

[καλαμπούρ(ι) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες