Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καλαμίζω [kalamízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) τυλίγω το νήμα σε μασούρια από καλάμι.
[καλάμ(ι) 1 -ίζω (διαφ. το ελνστ. καλαμίζω `παίζω καλαμένιο φλάουτο΄)]